
Αναδρομή στις πρωτοβουλίες, τους συμβολισμούς και τις διεργασίες της σύγχρονης εκκλησιαστικής διπλωματίας σε Φανάρι και Βατικανό
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ –
του Γεωργίου-Σπυρίδωνος Μάμαλου* [ΑΠΕ-ΜΠΕ]
Η επικείμενη επίσκεψη του Πάπα Λέοντα στην Κωνσταντινούπολη και στη Νίκαια, πέραν της προφανούς ιστορικής της σημασίας, προσφέρει την ευκαιρία για μια αναδρομική αποτίμηση της παρουσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Το Φανάρι, εκκινώντας από περιόδους αστάθειας και εσωστρέφειας, του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα, κατόρθωσε προϊόντος του χρόνου, όχι μόνο να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο, αλλά και να ασκεί ουσιαστική επιρροή στις διεθνείς εξελίξεις, ως ένας εκ των ενεργών δρώντων, διεθνούς κύρους και πνευματικής επιρροής, στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Από την εσωστρέφεια στο μεταίχμιο του 1948
Σε αντίθεση με το κλίμα αισιοδοξίας που συνόδευσε την επανεκλογή του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ΄ (1901), που οδήγησε και στην αποστολή δύο εγκυκλίων προς τις Εκκλησίες της Δύσης, το 1902 και το 1904, αλλά και στην πρόταση για δημιουργία μιας «Κοινωνίας των Εκκλησιών» κατά το πρότυπο της Κοινωνίας των Εθνών, το 1920, πρόταση που τελικά δεν τελεσφόρησε, οι εφεξής ιστορικές ανακατατάξεις έφεραν το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας και θεσμικής αστάθειας. Οι βραχύβιες πατριαρχίες που ακολούθησαν, ανέκοψαν την πορεία μεταρρυθμίσεων αναδεικνύοντας την ευθραυστότητα των εκκλησιαστικών θεσμών του Φαναρίου, με ορόσημο την τριετή χηρεία του Θρόνου (1918-1921), σε συνδυασμό προφανώς και των συνεπειών της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Συνθήκης της Λωζάννης (1923).
Έτσι, το Πατριαρχείο υιοθέτησε μια στρατηγική επιβίωσης, κυρίως από την πατριαρχία του Βασιλείου Γ΄ (1925-1929), αλλά και θεσμικής αυτοσυγκράτησης, κατά τις πατριαρχίες Φωτίου Β΄και Βενιαμίν Α΄ (1929-1946) εντός του κλίματος των κεμαλικών μεταρρυθμίσεων, με τις τελευταίες να έχουν ως συνέπεια τη σταδιακή συρρίκνωση της ελληνικής μειονότητας που είχε εξαιρεθεί της ανταλλαγής των πληθυσμών, αλλά και των οικονομικών πόρων του Φαναρίου.
Η μελέτη διπλωματικών εγγράφων των κατά τόπους Υπουργείων Εξωτερικών καταδεικνύει ότι ο μεταπολεμικός φόβος εξάπλωσης της σοβιετικής επιρροής ανέδειξε εκ νέου το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο διεθνές προσκήνιο, προσελκύοντας το ενδιαφέρον της Τουρκίας, της Ελλάδας και των δυτικών δυνάμεων. Οι ανησυχίες για ενδεχόμενη υπαγωγή των Ορθοδόξων Εκκλησιών στη σφαίρα επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας, όπως αποτυπώνονται σε βρετανικά διπλωματικά έγγραφα (1945), καθώς και στις παράλληλες εκτιμήσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, αναδεικνύουν τη διαρκή γεωπολιτική σημασία του Φαναρίου. Παρά την ομόφωνη εκλογή του Μάξιμου Ε’ το 1946, οι υπόνοιες για ρωσόφιλες τάσεις σε συνδυασμό με την επιδεινούμενη υγεία του, σε συνθήκες αυξημένης πολιτικής και εκκλησιαστικής έντασης, οδήγησαν τελικώς στην παραίτησή του το 1948.
Η Ανατοποθέτηση του Πατριαρχείου διεθνώς: από τον εξωστρεφή Αθηναγόρα στον ενδοστρεφή Δημήτριο
Η διαδοχή του Μάξιμου Ε’, από τον Αρχιεπίσκοπο Αμερικής Αθηναγόρα, το 1948, σηματοδότησε την καίρια καμπή προς την εξωστρέφεια και την ανασυγκρότηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Διαθέτοντας ισχυρή προσωπικότητα, διοικητική εμπειρία και σαφή διεθνή υποστήριξη-κυρίως από τις Ηνωμένες Πολιτείες- ο νέος Πατριάρχης προσήλθε στην Κωνσταντινούπολη με στόχο τον επαναπροσδιορισμό του διεθνούς ρόλου του θεσμού. Η ευρέως διαδεδομένη αφήγηση περί της μεταφοράς του με το προσωπικό προεδρικό αεροσκάφος του Truman, ανεξαρτήτως ιστορικής ακρίβειας, προσέδωσε συμβολικό βάρος στην εκλογή του, υποδηλώνοντας τη νέα γεωπολιτική δυναμική του Φαναρίου. Το Πατριαρχείο, εγκαταλείποντας την προηγούμενη στάση εσωστρέφειας και επιφυλακτικότητας, εισήλθε σε μια περίοδο ενεργούς διεθνούς παρουσίας και εκ νέου διεκδίκησης κεντρικού ρόλου στον ορθόδοξο κόσμο.
Αντί της παραδοσιακής στάσης αυτοσυγκράτησης, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, παρά τις αντιδράσεις της εκ των πραγμάτων -όχι άδικα- συντηρητικής όσο και καχύποπτης Πολίτικης Ρωμιοσύνης, υιοθέτησε εξωστρεφή στάση τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές πεδίο. Κυρίως στο τελευταίο, ενεργοποίησε μια πρωτοφανή για τα έως τότε φαναριώτικα ειωθότα, εξωστρέφεια, επιδιώκοντας τη σταδιακή προσέγγιση με τις ετερόδοξες Εκκλησίες με έμφαση στον διαχριστιανικό διάλογο.
Η εκλογή του Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ (1958) και η ιστορική συνάντηση Αθηναγόρα και Παύλου Στ΄στα Ιεροσόλυμα (1964) αποτέλεσαν κομβικά σημεία του οικουμενικού διαλόγου, ενισχύοντας το διεθνές κύρος του Πατριαρχείου με αποκορύφωμα την ταυτόχρονη άρση των αναθεμάτων του σχίσματος του 1054, από τη μνήμη των Εκκλησιών Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, ένα χρόνο αργότερα.
Παρά τις πολιτικές αλλά και διπλωματικές αντιδράσεις στο εσωτερικό που τροφοδοτήθηκαν και με την κρίση του Κυπριακού ζητήματος, ο Αθηναγόρας συνέχισε αταλάντευτος στο πεδίο της διεθνούς εξωστρέφειας. Η σύγκλιση Πανορθόδοξων Διασκέψεων και κυρίως η εκ του σύνεγγυς συναντήσεις με τον Πάπα Παύλο στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρώμη και τον προκαθημένο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, στο Canterbury, λειτούργησαν καθοριστικά όσο και ουσιαστικά στην ανάδειξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε παγκόσμιο πνευματικό κέντρο, ανοιχτό στον διάλογο και ενεργό στη διεθνή σκηνή.
Η διαδοχή του Αθηναγόρα από τον εκ φύσεως μετριοπαθή και εσωστρεφή Μητροπολίτη Ίμβρου και Τενέδου Δημήτριο δεν ανέκοψε, με την καθοριστική συμβολή του διαπρεπούς Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνος, τη δυναμική εξωστρέφεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Αποκορύφωμα αυτής της πορείας αποτέλεσε η τελετή για τη δεκαετή επέτειο από την άρση των αναθεμάτων του σχίσματος, το 1975, στο Σίξτειο Παρεκκλήσιο, όπου ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, γονατίζοντας και ασπασθείς τα πόδια του πατριαρχικού εκπροσώπου, Μητροπολίτη Μελίτωνος, αναγνώρισε συμβολικά τον πρωτεύοντα ρόλο του Φαναρίου στον οικουμενικό διάλογο και στη σύσφιγξη των σχέσεων Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.
Παρά τις πολιτικές πιέσεις και τις διεθνείς αβεβαιότητες της εποχής, ο Πατριάρχης Δημήτριος διατήρησε με συνέπεια την εξωστρεφή γραμμή του προκατόχου του, ενισχύοντας τον διαχριστιανικό διάλογο και εδραιώνοντας το κύρος του Πατριαρχείου στη διεθνή σκηνή. Οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις και η «Μεγάλη Πορεία Ειρήνης και Αγάπης» (1987) αποτέλεσαν καίριες πρωτοβουλίες για την προετοιμασία της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου και για την περαιτέρω προβολή του Φαναρίου ως ενωτικού εκκλησιαστικού πόλου.
Η επίσκεψη του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β΄ στο Φανάρι το 1979, η ανοικοδόμηση του Πατριαρχικού Οίκου το 1989 και η επίσημη επίσκεψη του Δημητρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1990, όπου έγινε δεκτός από τον Πρόεδρο George Bush, επισφράγισαν την αυξανόμενη διεθνή αναγνωρισιμότητα και τον εξωστρεφή προσανατολισμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η πατριαρχία του Δημητρίου απέδειξε ότι η προσωπική εσωστρέφεια δύναται να συνυπάρξει δημιουργικά με την οικουμενική εξωστρέφεια, εδραιώνοντας το Φανάρι ως πνευματικό ηγετικό κέντρο της Ορθοδοξίας και ουσιαστικό παράγοντα του διεθνούς διαλόγου σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Πατριαρχία Βαρθολομαίου στον 21ο αιώνα: το Φανάρι μεταξύ διεθνούς κύρους και εκκλησιαστικών προκλήσεων
Η εκλογή του Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Βαρθολομαίου στον Οικουμενικό Θρόνο το 1991 υπήρξε καθοριστική για τη μετάβαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου στον 21ο αιώνα, καθώς ο νέος Πατριάρχης ανέλαβε το ιστορικό βάρος της ανανέωσης και του επαναπροσδιορισμού του θεσμού σε ένα ταχέως μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Εάν ο Πατριάρχης Αθηναγόρας θεμελίωσε την εξωστρέφεια και ο Πατριάρχης Δημήτριος τη σταθεροποίησε, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος την εδραίωσε και την αναβάθμισε, καθιστώντας το Φανάρι ισότιμο και αναγνωρισμένο δρώντα στο παγκόσμιο σύστημα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, υπό την ηγεσία του, υπερέβη τα όρια ενός πνευματικού σημείου αναφοράς και αναδείχθηκε σε ενεργό συνομιλητή διεθνών οργανισμών και κρατών, φορέα ειρήνης, διαλόγου και ηθικής ευθύνης. Ο πατριαρχικός λόγος απέκτησε οικουμενική διάσταση, αγγίζοντας ζητήματα ανθρωπολογικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά. Οι διεθνείς πρωτοβουλίες του Πατριάρχη Βαρθολομαίου για την προστασία του περιβάλλοντος, σε συνδυασμό με τη συμμετοχή του σε παγκόσμια συνέδρια, καθιέρωσαν τον ίδιο ως «Πράσινο Πατριάρχη», σύμβολο της περιβαλλοντικής και πνευματικής ευαισθησίας της Ορθοδοξίας.
Στο διορθόδοξο πεδίο, η πρώτη Σύναξη των Προκαθημένων (1992) εγκαινίασε έναν θεσμό συντονισμού και ενότητας, ο οποίος κορυφώθηκε, παρά τις ενδοεκκλησιαστικές εντάσεις, με την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του 2016, ολοκληρώνοντας δεκαετίες προετοιμασίας. Παράλληλα, στον διαχριστιανικό διάλογο, η διαρκής επικοινωνία καθώς και οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τους Πάπες Ιωάννη-Παύλο Β΄, Βενέδικτο ΙΣΤ΄, Φραγκίσκο και Λέοντα ΙΔ΄, ενίσχυσε το πνεύμα καταλλαγής και συνεισέφερε ουσιαστικά στην προώθηση του οράματος της ενότητας.
Η Πατριαρχία του Βαρθολομαίου υπερβαίνει τη φυσική συνέχεια των προκατόχων του: το Φανάρι μετασχηματίζεται από σημείο αναφοράς σε ζωντανό τόπο συνάντησης και πνευματικής επιρροής παγκόσμιας εμβέλειας. Υπό την ηγεσία του, η Ορθοδοξία αποκτά παγκόσμια εμπειρία διαλόγου, ειρήνης και ηθικής υπευθυνότητας, διατηρώντας παράλληλα την απλότητα και τη διακονία που χαρακτηρίζουν τον θεσμό.
Ωστόσο, κατά τα τελευταία έτη, η εικόνα της οικουμενικής σταθερότητας του Φαναρίου έχει υποστεί αισθητή μεταβολή. Το Ουκρανικό Εκκλησιαστικό Ζήτημα ανέδειξε βαθιές εσωτερικές αντιθέσεις εντός του ορθοδόξου κόσμου, καθώς η απόδοση Αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και ρήξεις μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και ορισμένων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Παράλληλα, οι συνεχιζόμενες αμφισβητήσεις περί δικαιοδοσίας και εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων ενίσχυσαν την εικόνα μιας Ορθοδοξίας σε κατάσταση έντασης και θεσμικού κατακερματισμού.
Η αντιπαραβολή των δύο φάσεων της πατριαρχίας του Βαρθολομαίου είναι χαρακτηριστική: από την ενοποιητική, διεθνώς αναγνωρισμένη και θετικά προσλαμβανόμενη παρουσία της πρώτης περιόδου, η Εκκλησία διέρχεται σε μια φάση όπου η παγκόσμια αναγνωρισιμότητα συνυπάρχει με εσωτερικές αντιπαραθέσεις, αναδεικνύοντας την πολυπλοκότητα και το βάρος της σύγχρονης ηγεσίας του Φαναρίου. Το Ουκρανικό ζήτημα και οι συναφείς εκκλησιαστικές διαφοροποιήσεις υπογράμμισαν τη δυσχέρεια διατήρησης της ενότητας σε έναν πλουραλιστικό και γεωπολιτικά ρευστό ορθόδοξο κόσμο.
Παρά τις προκλήσεις, οι προοπτικές του θεσμού παραμένουν ισχυρές. Η επικείμενη επίσκεψη του Πάπα Λέοντα στο Φανάρι αποτελεί απτή ένδειξη της διαρκούς ικανότητας του Οικουμενικού Πατριαρχείου να λειτουργεί ως σημείο συνάντησης και διαλόγου μεταξύ Εκκλησιών και πολιτισμών. Η κοινή παρουσία των προκαθημένων της προ του σχίσματος εκκλησιαστικής πενταρχίας -Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων- «επί τω αυτώ» αναδεικνύει τη δυνατότητα αναγνώρισης της διαφοράς «εν τη συνυπάρξει» και προβάλλει το ουσιαστικό μήνυμα αυτής της ιστορικής συγκυρίας, που συμπίπτει με την επέτειο των 1700 ετών από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.
* Ο Γεώργιος-Σπυρίδων Μάμαλος είναι επικεφαλής του Γραφείου Δημόσιας Διπλωματίας του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη- Η διδακτορική διατριβή του στη Σχολή Νομικής του ΕΚΠΑ με θέμα: «Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως 1918-1972, Διεθνής Πολιτική και Οικουμενικός Προσανατολισμός» εκδόθηκε το 2011.



