Tου Δρ Νίκου Δ. Κοκκώνη, Ph.D.
Στις 21 Μαρτίου γιορτάσαμε την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης. Θα ήθελα, λοιπόν, σήμερα να αποτίνω φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο των Γραμμάτων που με τα σονέτα του και την ηρωική προσωπικότητα του με ενέπνευσε στα άγουρα χρόνια της Αρκαδικής ζήσης μου: τον ποιητή Λορέντζο Μαβίλη.
Ο Μαβίλης ήταν γόνος αστικής και οικονομικά εύπορης οικογένειας. Γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου 1860 στην Ιθάκη, όπου ο ισπανικής καταγωγής πατέρας του (Παύλος) υπηρετούσε ως Πρόεδρος Δικαστηρίων της Ιονίου Πολιτείας.
Παππούς του Λορέντζου ήταν ο Ισπανός Don Lorenzo Mabili y Boulligny από το Alicante της Ισπανίας, πρόξενος τότε της χώρας του στην Κέρκυρα. Μαγεμένος από τις ομορφιές του νησιού των Φαιάκων, ο Don Lorenzo είχε πολιτογραφηθεί και ζούσε εκεί με την Κερκυραία σύζυγο του. Εκεί και ο Λορέντζος πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του.
Η μητέρα του Λορέντζου (Ιωάννα), με ρίζες αρχοντικές, ήταν ανηψιά του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Έχοντας περάσει ένα μέρος της ζωής της κοντά σε αγροτικό πληθυσμό της Κέρκυρας, δίδαξε στο γιο της στις παραδόσεις του λαού μας, του έμαθε τη δημοτική γλώσσα και φύτεψε μέσα στην ψυχή του την αγάπη προς τον άνθρωπο και τη φύση.
Μεγαλωμένος με τις αυστηρές αξίες της οικογένειας του, ο Μαβίλης φοίτησε για ένα χρόνο (1877-1878) στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστήμιου στην Αθήνα και μετά έφυγε για σπουδές στην Γερμανία. Στα πανεπιστήμια του Munich και Freiburg σπούδασε γλωσσολογία και ξένη κλασική λογοτεχνία και παράλληλα ασχολήθηκε με τη γραφή λυρικών ποιημάτων. Μελέτησε τα φιλοσοφικά συστήματα του Kant, Fichte και Schopenhauer. Ομιλούσε πέντε γλώσσες: Ισπανικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Αγγλικά και Γαλλικά. Λέγεται πως η εξαιρετική μνήμη του ήταν ένα από τα χαρίσματα του. Το 1890 έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα του (Ph. D.) από το Πανεπιστήμιο του Erlangen.
Υστερα από 14 χρόνια παραμονής στη Γερμανία, ο Μαβίλης επέστρεψε στην Ελλάδα (1893). Τρία χρόνια αργότερα, συνεπής στις ηθικές αρχές του, οργάνωσε (με δικά του έξοδα) ένα εθελοντικό σώμα και έλαβε μέρος στον απελευθερωτικό αγώνα του έθνους στην Κρήτη, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Αυτή την εποχή έγραψε μερικά από τα καλύτερα ποιήματά του.
Ως Βουλευτής Κέρκυρας (1910), ο Μαβίλης αγωνίστηκε για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Μίλησε στη Βουλή των Ελλήνων με πάθος για τη χρήση της. Από το λόγο του, που χειροκροτήθηκε από εχθρούς και φίλους, έχει μείνει η φράση: «Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι μόνο χυδαίοι άνθρωποι.»
Απο δω και μπρος, ο χρόνος του Μαβίλη μοιραζόταν ανάμεσα στην πνευματική δημιουργία και την κοινωνική προσφορά. Η ποίηση για αυτόν ήταν τρόπος ζωής, και η πατρίδα Ελλάδα το υπέρτατο χρέος του. Όντας άνθρωπος που χειριζόταν με την ίδια ευκολία την πένα όσο και το όπλο, όταν κηρύχτηκε ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος (1912), ο Μαβίλης παραιτήθηκε ως Βουλευτής και κατατάχτηκε εθελοντής με το βαθμό λοχαγού στην εκστρατεία της Ηπείρου. Ήταν 53 χρόνων.
Τον Νοέμβριο εκείνης της χρονιάς, σε μια άνιση μάχη στο ύψωμα του Δρίσκου, κοντά στα Γιάννενα, ο Μαβίλης χτυπήθηκε θανάσιμα από τα πυρά του εχθρού. Έτσι, με τη θυσία του στην πατρίδα Ελλάδα, πέρασε στην αθανασία. Προς τιμήν του, μνημεία έχουν στηθεί σε πολλές πόλεις της πατρίδας μας, και πλατείες έχουν πάρει το όνομα του.
Ο Μαβίλης είναι ο κορυφαίος εκπρόσωπος του σονέτου στη χώρα μας. Τα σονέτα του είναι αψεγάδιαστα. Τα διάβαζα, τα ξαναδιάβαζα στο Γυμνάσιο και αργότερα, και δεν μπορούσα να τα χορτάσω αρκετά… «Λήθη», «Ελιά», Καλλιπάτειρα», «Στην Πατρίδα» και «Μούχρωμα». Και καταλάβαινα, κάθε τόσο πιο πολύ, πως τα σονέτα δεν είναι καθόλου εύκολη ποίηση. Έχουν τυπική δομή, με ομοιοκαταληξία και πάντα με 14 στίχους και δυο τετράστιχες και δυο τρίστιχες στροφές. Ιδού:
«ΛΗΘΗ»
Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και νάναι!
Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση·
μα βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει,
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ, όθε αγαπάνε.
Κι αν πιουν θολό νερό, ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδι απ’ ασφοδίλι,
πόνους παλιούς, που μέσα τους κοιμούνται.
Α δεν μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν·
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.
Ο Λορέντζος Μαβίλης, ο κορυφαίος σονετογράφος της χώρας μας και φλογερός πατριώτης, τόσο με ενέπνευσε στη νιότη μου, που πρόθυμα ξόδευα ατέλειωτες ώρες και ημέρες προσπαθώντας να πάρω λίγο φως και εγώ από τη Μούσα του. Ας είναι τούτο το σονέτο μου, «Γενναίοι», από τη συλλογή μου «Ποιητικά Γυμνάσματα» (1968) ένας φόρος τιμής στον ήρωα εμπνευστή μου.
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης, Ph. D.