«Συνανέστησας παγγενῆ τὸν Ἀδάμ, ἀναστὰς ἐκ τοῦ τάφου».
(Κανόνας τοῦ Πάσχα, ὠδή 6η)
Προσφιλεῖς ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς ἐν τῷ ἀναστάντι Χριστῷ,
Χριστὸς ἀνέστη!
Τὸ μέγιστο γεγονὸς στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, δηλαδὴ ἡ ἀνάσταση ἐκ τῶν νεκρῶν τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ συντελέσθηκε χωρὶς τὴν παρουσία μαρτύρων τὴ νύχτα ἐκείνη. Οἱ σταυρωτές του, ποὺ ἔβαλαν φρουροὺς γιὰ νὰ σιγουρευτοῦν ὅτι κανεὶς δὲν θὰ ἀγγίξει τὸν σφραγγισμένο λίθο ποὺ σκέπαζε τὸν τάφο του, ἔνιωσαν μόνο τὸν σεισμὸ καὶ ἔδωσαν ψευδῆ μαρτυρία γιὰ τὰ γεγονότα ἐκείνης τῆς νύχτας (Ματθ. κζ´ 62-66). Ὅμως ὁ ἀναστημένος Κύριος δὲν χρειαζόταν νὰ ἀποκυλήσει τὸ λίθο καὶ νὰ παραβιάσει τὴ σφραγγίδα, καθὼς ἡ ἀνάστασή του ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη λογικὴ κατανόηση. Ὁ σεισμὸς ἔγινε καὶ ὁ λίθος ἀποκυλίστηκε ἀπὸ τὸν ἄγγελο ἀποκλειστικὰ καὶ μόνο γιὰ τοὺς ἀποσβολωμένους στρατιῶτες, τὶς μυροφόρες καὶ τοὺς ἀπορημένους μαθητές του.
Ἡ Ἐκκλησία, μὲ τὴ θεόπνευστη σοφία της, μᾶς προσφέρει μία ἀναπαράσταση αὐτῆς τῆς στιγμῆς στὴν εἰκόνα ποὺ φέρει τὸν τίτλο «ἡ ἀνάστασις». Ἡ διασημότερη ἐκδοχὴ αὐτῆς τῆς εἰκόνας παγκοσμίως, ἡ ὁποία ἔχει ἐμπνεύσει ἀναρίθμητα ἀντίγραφα, βρίσκεται στὸ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς τῆς Χώρας στὴν Κωνσταντινούπολη. Ἐκεῖ, ὁ ἔνδοξος καὶ ἀναστημένος Κύριος τῆς Δόξης ἀνασύρει τὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἀπὸ τοὺς τάφους τους, κρατώντας τους ὄχι ἀπὸ τὸ χέρι, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν καρπό. Αὐτὴ ἡ δραματικὴ λεπτομέρεια τῆς λύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ θάνατο καὶ τὸν Ἅδη δείχνει, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι «τῇ γὰρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι» (Ἐφ. 2, 8). Διότι δὲν ἀπόκειται στὴ δική μας προσπάθεια νὰ κερδίσουμε τὴν αἰώνια ζωή. Εἶναι ἡ θυσία τοῦ σταυροῦ μὲ κατάληξή της τὴν ἀνάσταση, ἡ ὁποία μᾶς εἰσάγει στὶς μονὲς τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Θεὸς μᾶς κρατάει μὲ φωτεινὴ καὶ δυνατὴ ἀγάπη! Δὲ μᾶς ἀφήνει νὰ φύγουμε ἀπὸ κοντά του καὶ δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν δική μας δύναμη γιὰ νὰ κρατηθοῦμε κοντά του. Γιατί, ὅπως ξαναλέει ὁ ἀπόστολος, «τὸ ἀσθενὲς τοῦ Θεοῦ ἰσχυρότερον τῶν ἀνθρώπων ἐστί» (Α´ Κορ. 1, 25).
Ἀγαπητοὶ μου χριστιανοί,
Ἐὰν ἔτσι μᾶς ἀγαπᾶ ὁ Θεός, πῶς ἄραγε ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ ἀγαπᾶμε ἀλλήλους; Τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, ὅταν ψάλλουμε: «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει» (Δοξαστικὸ τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς), πῶς μποροῦμε νὰ ἔχουμε ἀρνητικὰ συναισθήματα γιὰ τοὺς ἄλλους; Ἂς κρατηθοῦμε ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ ἂς ἀνυψώσουμε ἀλλήλους μὲ ἀγάπη, συμπόνια, συγχώρηση καὶ ἔλεος. Διότι ὁ Θεὸς πρῶτος μᾶς ἀνύψωσε, ὥστε νὰ μοιρασθοῦμε τὴν ὕψωση αὐτὴ τῆς ἀγάπης μὲ ὅλους γύρω μας. Μόνο τότε μποροῦμε νὰ ψάλουμε μὲ πληρότητα καὶ ἀνεκλάλητη χαρὰ τὸν θριαμβευτικὸ πασχάλιο ὕμνο:
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν,
θανάτῳ θάνατον πατήσας,
καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι
ζωὴν χαρισάμενος.
Χριστὸς Ἀνέστη!
† ὁ Ἀμερικῆς Ἐλπιδοφόρος