ΑΘΗΝΑ – Ως την τραγικότερη πτυχή του Κυπριακού Προβλήματος, την οποία η Κυπριακή Πολιτεία δεν ξεχνά ποτέ, περιέγραψε το ζήτημα των αγνοουμένων ο Επίτροπος Προεδρίας, Φώτης Φωτίου, σε χαιρετισμό που απέστειλε σε εκδήλωση με θέμα τους αιχμαλώτους πολέμου της τουρκικής εισβολής, η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου στο Σπίτι της Κύπρου, στην Αθήνα.
Στο πλαίσιο της εκδήλωσης προβλήθηκε το ντοκιμαντέρ «Αιχμάλωτοι μιας Προδοσίας», σε σκηνοθεσία και κινηματογράφηση του Μιχάλη Γεωργιάδη, έρευνα του Δρ. Χρύσανθου Χρυσάνθου και παραγωγή του Παγκύπριου Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974.
Η εκδήλωση συνδιοργανώθηκε από το Σπίτι της Κύπρου, την Ομοσπονδία Κυπριακών Οργανώσεων Ελλάδας (ΟΚΟΕ) και τον Παγκύπριο Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Πρόεδρος της ΟΚΟΕ, Γιώργος Συλλούρης, και ο Πρόεδρος του Παγκύπριου Συνδέσμου Αιχμαλώτων Πολέμου 1974, Βάσος Χρίστου, ενώ την ομιλία του Επιτρόπου Προεδρίας ανέγνωσε ο Σύμβουλος της Πρεσβείας της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Αθήνα, Ιωάννης Αδάμου.
Σχολιάζοντας το ντοκιμαντέρ, ο κ. Φωτίου είπε ότι αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο και «ένα σημαντικό όπλο μνήμης την οποία οφείλουμε να συντηρούμε για να μην ξεχνάμε και να παραδειγματιζόμαστε. Ιδιαίτερα καθώς οι τουρκικοί σχεδιασμοί με τον αναθεωρητισμό και την νεοοθωμανική προσέγγιση και τακτική της Άγκυρας συνεχίζουν να βρίσκονται σε εξέλιξη όχι μόνο σε ό,τι αφορά την Κύπρο, αλλά και την ευρύτερη περιοχή».
Ο κ. Φωτίου κάνοντας μιας ιστορική αναδρομή αναφέρθηκε στα ορόσημα της δημιουργίας του κυπριακού προβλήματος, ενώ ειδική μνεία έκανε στη θυσία των Κυπρίων που προάσπισαν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου το 1974.
«Ναι, προδόθηκε η Κύπρος το 1974 και έκτοτε βιώνουμε τις τραγικές συνέπειες της προδοσίας η οποία έφερε την καταστροφή από τον Τουρκικό Αττίλα. Τα όσα έγιναν το 1974, δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά η εξέλιξη των συνωμοτικών σχεδιασμών που εξυφάνθηκαν κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, όταν η Τουρκία προωθούσε την επανάκτηση του νησιού μέσω της δημιουργίας συνθηκών αποσταθεροποίησης του κράτους και συνθηκών διχοτόμησης.
Αυτά, βάση του σχεδίου του Τούρκου συνταγματολόγου και τότε συμβούλου του Τουρκικού Υπουργικού Εξωτερικών Νιχάτ Ερίμ, ο οποίος διετέλεσε μέλος τουρκικών αντιπροσωπειών σε συνομιλίες για το Κυπριακό ζήτημα κατά την διάρκεια του αγώνα της ΕΟΚΑ, καθώς και της τουρκικής αντιπροσωπείας στις διαπραγματεύσεις της Ζυρίχης οι οποίες κατέληξαν στις γνωστές συμφωνίες. Ήταν στη βάση αυτών των σχεδιασμών που μετά την ανεξαρτησία εκδηλώθηκε η τουρκανταρσία με την υποχρεωτική μετατόπιση Τουρκοκυπρίων και τη διοργάνωση θυλάκων, ενώ στο ίδιο διάστημα υπήρξαν και οι ανελέητοι βομβαρδισμοί της Τηλλυρίας από την Τουρκική αεροπορία για υποστήριξη του προγεφυρώματος που δημιούργησε στο θύλακα Κοκκίνων- Μασούρας.
Σαν δεύτερη πράξη των συνωμοτικών σχεδιασμών σε βάρος της Κύπρου, λειτούργησε η απόσυρση από τη χούντα της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο τον Δεκέμβριο του 1967. Η ελληνική δύναμη, που αποτελείτο από τρία συντάγματα πεζικού, δυο μοίρες καταδρομών και δυο ίλες αρμάτων, είχε σταλεί από τον αείμνηστο Γεώργιο Παπανδρέου το Φθινόπωρο του 1964 ως μέτρο προστασίας απέναντι στη διακηρυγμένη από τότε πρόθεση της Τουρκίας να εισβάλει στην Κύπρο.
Με την απόσυρση της και τη διάπραξη του προδοτικού πραξικοπήματος επτά χρόνια μετά, με το οποίο αποδιοργανώθηκε σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό η αμυντική ικανότητα της Κύπρου, εφαρμόστηκε επί του εδάφους ό,τι προέβλεπε το σχέδιο του Νιχάτ Ερίμ με τη διαχωριστική γραμμή από τη Μόρφου μέχρι την Αμμόχωστο», ανέφερε.
Μιλώντας για τους αγνοουμένους της τουρκικής εισβολής, ο Επίτροπος Προεδρίας σημείωσε ότι πρόκειται για την «πιο τραγική πτυχή των όσων βίωσε η πατρίδα μας το 1974».
«Εξακολουθούν να αγνοούνται 800 τόσοι Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες. Για 48 τώρα χρόνια η Τουρκία αρνείται να συνεργαστεί με καλή θέληση και ειλικρίνεια για την διακρίβωση της τύχης τους, παρά και τις αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων. Η τραγικότητα του προβλήματος των αγνοουμένων μεγεθύνεται, λαμβάνοντας υπόψη ότι ένας – ένας οι συγγενείς τους φεύγουν από τη ζωή χωρίς να παίρνουν απαντήσεις στα αγωνιώδη ερωτήματα για την τύχη των αγαπημένων τους, και χωρίς να μπορέσουν, έστω, να τους απευθύνουν τον ύστατο χαιρετισμό αγκαλιάζοντας με την αγάπη τους το φέρετρο με τα οστά τους.»
«Είναι ανεπίτρεπτο 48 χρόνια μετά να έχουμε ακόμη αγνοούμενους. Παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα όμως, συνεχίζουμε και θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες μας για τη διακρίβωση και της τελευταίας περίπτωσης αγνοουμένου μας», κατέληξε ο ίδιος.