ΚΑΒΑΛΑ – του Βασίλη Λωλίδη
Η «Καλογεροδευτέρα» ή «Καλόγερος» (καλός γέρος), είναι ένα μοναδικό δρώμενο που οι κάτοικοι του Κρυόνερου της ανατολικής Θράκης (επαρχίας Βιζύης) αναβίωναν κάθε χρόνο τη Δευτέρα της Τυρινής συμβολίζοντας την καλοχρονιά και την γονιμότητα της γης.
Με ρίζες στη Διονυσιακή λατρεία το δρώμενο αυτό έφεραν αυτούσιο μαζί τους οι πρόσφυγες τον Οκτώβριο του 1922 όταν εγκατέλειπαν τις πατρογονικές τους εστίες και εγκαταστάθηκαν στη νέα τους πατρίδα, στο Καλαμπάκι της Δράμας. Έκτοτε, οι κάτοικοι της περιοχής αναβιώνουν το δρώμενο αυτό τηρώντας σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια κάθε πτυχή του και χωρίς να αλλοιωθεί ο κεντρικό πυρήνας της τέλεσής του.
Τη Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου καθώς σύμφωνα με τη λαογραφία και την ορθόδοξη παράδοση ξεκινάει η εβδομάδα της Τυρινής, τα μέλη του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου θα αναβιώσουν για μια ακόμα χρονιά το έθιμο που μετέφεραν οι προγονοί τους τιμώντας έτσι τη μνήμη και τις παραδόσεις τους.
«Οι τελετές της Τυρινής Δευτέρας», τονίζει μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η καθόλα δραστήρια πρόεδρος του Μορφωτικού Πολιτιστικού Συλλόγου Καλαμπακίου Δράμας κ. Αθανασία Θεοδωρίδου, «στα χωριά του Μικρού Αίμου (Στράντζα, περιοχή Βιζύης στην Ανατολική Θράκη) διαθέτουν μία μοναδική πληρότητα δράματος, δηλαδή τελετή με καθορισμένο και αυστηρό τυπικό. Στις τελετές αυτές αποτυπώνεται η πανάρχαια καταγωγή τους που συνδέεται με τη διονυσιακή λατρεία και παραπέμπει ημερολογιακά στα «Ανθεστήρια».
Όπως υπογραμμίζει η κ. Θεοδωρίδου, «το δρώμενο του «Καλόγερου» συναντάται με ανεπτυγμένη δραματική παράσταση στα χωριά γύρω από τη Βιζύη, παρότι με διαφορετικά ονόματα και τελετές το συναντάμε και σε άλλα μέρη της Θράκης. Αποτελεί μια σπάνια μεταφορά αυτούσιου του εθίμου από τους πρόσφυγες από το Κρυόνερο, που τελείται αδιάλειπτα έως σήμερα στο Καλαμπάκι Δράμας. Η πρώτη εκτενής περιγραφή του έγινε από τον Γ. Βιζυηνό το 1888 με τίτλο «Οι Καλόγεροι και η λατρεία του Διονύσου εν Θράκη».
Το δρώμενο, τα έθιμα και οι συμμετέχοντες
Σύμφωνα με την παράδοση, το πρωί της Τυρινής Δευτέρας συγκεντρώνονται δέκα έως είκοσι παλικάρια, που πρέπει να είναι ανύπαντρα, και διαλέγουν μεταξύ τους έναν ο οποίος θα είναι «καλόγερος». Στη συνέχεια τον ντύνουν με δέρματα ζώων και στη μέση του περνούν κουδούνια προβάτων. Το πρόσωπό του το βάφει με στάχτη και στο κεφάλι φοράει μια κουκούλα από δέρμα ζώου. Στα χέρια του κρατά δύο ξύλα, τα ντοκμάκια. Οι συνοδοί του είναι ντυμένοι με ποτούρια και έχουν επίσης βαμμένα με στάχτη τα πρόσωπά τους. Στην παρέα υπάρχει πάντα και κάποιος μεταμφιεσμένος σε κατσιβέλα, που ενίοτε συνοδεύεται από τον γύφτο (κατσίβελο).
Μόλις ο θίασος συγκροτηθεί ξεκινά ο αγερμός. Περιφέρονται στα σπίτια του χωριού με τη συνοδεία μιας γκάιντας δημιουργώντας πολύ θόρυβο. Ο καλόγερος με τα ντοκμάκια χτυπά τα κάρα στις αυλές των χωριανών, λέγοντας πως έχουν χαλάσει και για την επιδιόρθωσή τους απαιτεί να πληρωθεί ο ίδιος και η παρέα του. Πολλές φορές κάποιοι από τη συνοδεία κρατούν αλυσίδες στα χέρια και δένουν από το λαιμό τον οικοδεσπότη ζητώντας να εξοφληθεί το «μπετέλι» (χρέος). Οι νοικοκυραίοι τους δίνουν συνήθως χρήματα και αυγά. Παράλληλα, κερνούν τον καλόγερο και τη συντροφιά του διάφορους μεζέδες με τσίπουρο ή κρασί.
«Λίγο πριν τη δύση του ήλιου», σημειώνει με έμφαση η κ. Θεοδωρίδου, «ο θίασος καταλήγει στην πλατεία, όπου συγκεντρώνονται όλοι οι κάτοικοι. Συνολικά γίνονται τρεις περιφορές, ενώ η γκάιντα συνοδεύει το δρώμενο σε όλη τη διάρκεια της τέλεσής του. Η συντροφιά του καλόγερου παλιότερα επέλεγε τον καλύτερο νοικοκύρη του χωριού και τον έχριζε βασιλιά- σήμερα βέβαια, ο «βασιλιάς» και ο «καλόγερος» προσφέρονται εθελοντικά για να αναλάβουν το ρόλο τους. Ταυτόχρονα, καταφθάνει ένα ξύλινο άροτρο, στο οποίο οι μεταμφιεσμένοι παίρνουν τη θέση των βοδιών, και ο βασιλιάς κρατώντας το αλέτρι κι ένα ξύλινο κοντάρι τους κεντρίζει για να «οργώσουν» τη γη. Κάποια στιγμή οι μεταμφιεσμένοι που έχουν τη θέση των βοδιών πέφτουν κάτω προσποιούμενοι ανημποριά».
Η επαφή με τη μάνα γη αποτελεί μέρος του δρώμενου, ώστε να τους δοθεί η δύναμη και η χάρη της. «Ματιαγμένα …», φωνάζουν οι υπόλοιποι κι ο βασιλιάς πρέπει να ξεματιάσει τα «ζώα» του λέγοντας τα σωστά λόγια για να μπορέσει να συνεχιστεί η διαδικασία. Μετά το εικονικό όργωμα, στη δεύτερη περιφορά, ο βασιλιάς παίρνει έναν τενεκέ με σιτάρι και καλαμπόκι που έχει αναμειχθεί με στάχτη και σπέρνει το υποτιθέμενο οργωμένο χωράφι σκορπώντας τον σπόρο με το χέρι.
Κατά τη διάρκεια της σποράς ο βασιλιάς φωνάζει διάφορες τιμές για τα βασικά αγροτικά προϊόντα, οι οποίες είναι σκανδαλωδώς υψηλές, επιζητώντας με τον τρόπο αυτό να έχουν καλή σοδειά αλλά και καλές τιμές πώλησης των κόπων τους
Η κατάδυση του… θανάτου και η ανάδυση της… Ανάστασης
Στο Κρυόνερο αμέσως μετά τη σπορά ο βασιλιάς με τη συνοδεία των «καλογέρων» όδευε προς το ποτάμι, όπου οι ακόλουθοι έριχναν τον εκλεγμένο βασιλιά στο νερό σε ένα συμβολικό βάπτισμα. Η κατάδυσή του (θάνατος) και η ανάδυσή του (ανάσταση) στη συνέχεια σχετίζεται, εκτός από τον συμβολισμό του θανάτου και της αναγέννησης, με την εξαγνιστική ιδιότητα του νερού. Με τον τρόπο αυτό η επιστροφή στη ζωή έχει και την έννοια της κάθαρσης και του εξαγνισμού.
Στο Καλαμπάκι της Δράμας το έθιμο τελειώνει με το κατάβρεγμα του βασιλιά από τους παρευρισκόμενους κατοίκους, σε μια συμβολική κίνηση που ολοκληρώνει το τελετουργικό. Η «αλλαγή» αφορά την ενσωμάτωση του εθίμου στον νέο τόπο ζωής που έχει διαφορετική γεωμορφολογία από την πατρίδα τους το Κρυόνερο, το οποίο διασχίζει ένα ποτάμι χωρίζοντάς το στη μέση. Το δρώμενο τελειώνει με πειράγματα, κέφι και χορό από τους μεταμφιεσμένους και συνεχίζεται ως αργά με όλους τους κατοίκους στον τόπο που εκτυλίχτηκε το σκηνικό.