Home ΓΝΩΜΗ/ΣΧΟΛΙΑ Τα Δέντρα της Ψυχής μου

Τα Δέντρα της Ψυχής μου

«Ανυπομονούσα να δω το άλσος, το δικό μου άλσος»

   Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης  

          ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ δεκαετίας του 1950.
          Επιστρέφοντας από το γυμνάσιο στο δωμάτιο μου στην Τρίπολη μια μέρα, ένιωθα στενόχωρος. Το «δωμάτιο» μου ήταν ένας τόπος αποθήκευσης σε αχυρώνα της πόλης, αλλά η μητέρα μου κι εγώ το είχαμε καθαρίσει όταν άρχισα το γυμνάσιο και ο μίζερος χώρος είχε αναβαθμιστεί, παίρνοντας την όψη ανθρώπινης κατοικίας.
         Όμως, ύστερα από σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο μόνος μου σ’ αυτό το καταφύγιο, η απομόνωση και η μοναξιά με είχαν κυριεύσει και τώρα αναζητούσα παρηγοριά στις αναμνήσεις. Πέταξα τα βιβλία στην καρέκλα και κάθισα στητός στο σανιδένιο μου κρεβάτι, ενώ στο νου μου ήρθαν εκείνα τα λόγια του δασκάλου μου στο δημοτικό, του Νίκου Θεοχάρη.
          «Αγόρια και κορίτσια», μας είπε μια μέρα, μετά από το πρωινό συσσίτιο (με γάλα του κουτιού και σταφιδόψωμο), καθώς στεκόταν σοβαρός μπροστά μας. «Οι πρόγονοί μας αγάπησαν την Αρκαδία τόσο, που στόλισαν ακόμα και την πέτρα της με αγάλματα. Όμως, η γη μας πληγώθηκε. Ο πόλεμος και η αδιαφορία άφησαν τις πλαγιές της γυμνές. Πρέπει να τη θεραπεύσουμε.»
          Ένα ιερό δέος απλώθηκε στην τάξη. Ο δάσκαλος σταμάτησε για μια στιγμή, σαν να ‘θελε να μας δώσει χρόνο να συνειδητοποιήσουμε τα όσα έλεγε. Μετά, ατένισε στοχαστικά τον κόσμο έξω από το παράθυρο και συνέχισε:
          «Τον καιρό που ζούσε ο Πάνας, αυτά τα μέρη μοσχομύριζαν από το άρωμα των πεύκων. Τώρα το θρόισμα των δασών έχει εξαφανιστεί και ο κούκος κελαηδάει λυπητερά κάθε άνοιξη. Πρέπει να φυτέψουμε δέντρα. Πεύκα, κυπαρίσσια, έλατα. Το κράτος μας τα δίνει δωρεάν. Όποιος θέλει, μπορεί να ξεκινήσει από το δικό του χωράφι. Γιατί μόνο έτσι θα ανθίσει ξανά η Αρκαδία μας. Εντάξει, παιδιά;»
          «Ναι!» απαντήσαμε, φλογισμένοι από τα ιδεώδη του δασκάλου μας. Μερικοί είχαμε βγει από τα θρανία μας και στεκόμασταν όρθιοι. Αυτό δεν έμοιαζε μ’ ένα συνηθισμένο μάθημα. Εγώ, μαθητής της τρίτης τάξης στο μονοτάξιο σχολείο, ένιωθα να ψηλώνω από περηφάνια. Αισθανόμουν διπλά Έλληνας.
          «Μπράβο! Εκεί που φυτεύουμε ανθίζει η ελπίδα. Λοιπόν, ποιοι από σας είναι πρόθυμοι να φυτέψετε δεντρύλλια μαζί με τις οικογένειές σας, ώστε να κάνετε το όνειρο πραγματικότητα;»
          Μαζί με δυο άλλα παιδιά, σήκωσα το χέρι. Ένιωθα ότι κάτι μεγάλο ξεκινούσε.
          «Θαυμάσια. Το πρωί να δηλώσετε πόσα θέλει η οικογένεια σας, και θα τα παραγγείλω.»
          Μετά το σχολείο, έτρεξα στο σπίτι συνεπαρμένος.
          Πράγματι, λίγες εβδομάδες αργότερα, πριν τελειώσει η σχολική περίοδος, ένα παλιό φορτηγό στάθμευσε μπροστά στο σπίτι μας. Έφερε χίλια δεντρύλλια. Χίλια! Για μέρες ολόκληρες, η οικογένειά μου κι εγώ τα φυτεύαμε, σειρά-σειρά, σκυμμένοι ολημερίς, κουβαλούσαμε νερό με κουβάδες από το ποτάμι, εκατό μέτρα μακριά, και τα ποτίζαμε, ρίζα-ρίζα—και προσευχόμασταν να πιάσει η ζωή εκεί που άλλοτε βασίλευε η πέτρα.
          Αυτό το κομμάτι της γης, λίγα χιλιόμετρα από το σπίτι μας, ήταν τόσο τραχύ και πετρώδες που δεν το είχαμε οργώσει για χρόνια. Ο πατέρας του, όμως, ήταν περήφανος που το ’χε αγοράσει έναντι ενός μικρού τιμήματος.

«Εκεί, στο ξεχασμένο ξεροχώραφο, στάθηκε μπροστά μου ένας μικρός παράδεισος. Τα δέντρα είχαν μεγαλώσει πολύ»


          Δεν είχα επισκεφτεί την οικογένειά μου για εβδομάδες. Το επόμενο Σάββατο αποφάσισα να φύγω με τα πόδια για το χωριό, για να περάσω ένα ή δυο βράδια μαζί τους και να επισκεφτώ και τα δέντρα.
          ΗΤΑΝ ΤΕΛΗ του Μάη. Απορούσα τι να ’χαν απογίνει όλα εκείνα τα δεντρύλλια που ’χαμε φυτέψει. Η περιέργεια πάντα έχει τον τρόπο της να με τραβάει από το μανίκι.
          Βγήκα  από το δρόμο μου, παίρνοντας άλλη κατεύθυνση, για να επισκεφτώ πρώτα το ξεροχώραφο, ελπίζοντας να βρω μερικά τουλάχιστον δέντρα ζωντανά. Δεν είχα επισκεφτεί τον τόπο για χρόνια.
          Δεν πίστευα αυτό που έβλεπε το μάτι μου όταν βρέθηκα μπροστά σ’ ένα μικρό πράσινο άλσος. Πολλά από τα δεντρύλλια είχαν επιζήσει. Είχαν γίνει δέντρα στο ύψος μου και παραπάνω, επιμένοντας να ζουν εκεί, όπου η επιβίωση φαινόταν αδύνατη.
          Στάθηκα ανάμεσά τους και τα χάιδεψα σαν παλιούς φίλους. Περπατώντας πάνω-κάτω στον χερσότοπο, επιθεώρησα τις σειρές και μετρούσα τους συνεχιστές της ζωής. Από τη χαρά μου, έχανα το λογαριασμό και ξανάρχιζα το μέτρημα. Πάνω από εκατό μικρά δέντρα. Μόνο θεία επέμβαση θα μπορούσε να εξηγήσει αυτή την επιβίωση, συλλογίστηκα.
          Δεν μπορούσα παρά να κάνω παραλληλισμούς με την ανθρώπινη ζωή. Τα δέντρα ίσως μαθαίνουν—και θυμούνται, σκέφτηκα. Ίσως μπορούν να θυμούνται τις ξηρασίες και να προσαρμόζονται με τις ρίζες τους για να εξοικονομούν νερό. Δεν έχουν μυαλό, αλλά προσαρμόζονται, θυμούνται και ανταποκρίνονται.
          Πέρασα δυο μέρες με τους γονείς μου και γύρισα στην Τρίπολη τη Δευτέρα, πρωί πρωί.
          ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 2010.
          Ήμουν πια ώριμος άνδρας, και οι γονείς μου είχαν φύγει από τη ζωή. Εγώ τώρα ζούσα με την οικογένεια μου στην Αμερική. Βρισκόμενος με τη σύζυγο μου για φθινοπωρινές διακοπές στην Αρκαδία, αποφάσισα μια μέρα να επισκεφτώ τα δέντρα, με την καρδιά μου να χτυπά νοσταλγικά. Ανυπομονούσα να ξαναδώ το άλσος, το δικό μου άλσος.
          Και το είδα! Εκεί, στο ξεχασμένο ξεροχώραφο, στάθηκε μπροστά μου ένας μικρός παράδεισος. Τα δέντρα είχαν μεγαλώσει πολύ. Ένας δυνατός, βόρειος αέρας φυσούσε ανάμεσα τους, μα κάθε τόσο έσπαγε ο ρυθμός, σαν να ‘θελε να με προειδοποιήσει. Ένιωσα κάτι να λείπει. Κάτι να έχει σπάσει. Πλησίασα. Μερικά δέντρα, τα μεγαλύτερα και τα πιο ψηλά, είχαν κοπεί. Μέτρησα ένα, δυο, τρία…δώδεκα.
          Θυμήθηκα τη μικρή τσάπα και τον κουβά που κρατούσα τότε που τα φύτευα με τους γονείς μου. Θυμήθηκα τις ώρες που για βδομάδες πήγαινα μόνος μου μετά το δημοτικό να τα ποτίσω, βγάζοντας μ’ έναν κουβά νερό από το ποτάμι, ως την ώρα που έβγαινε το φεγγάρι στον ουρανό.
          Άγγιξα έναν κομμένο κορμό. Το χέρι μου ένιωσε κάτι σαν πληγή. Οι ρίζες του πονούσαν. Σαν ν’ άκουσα την κραυγή του. Το παλιό ξεροχώραφο είχε ανθίσει με κόπο, με ιδρώτα, με παιδική πίστη. Και τώρα, πληγωνόταν.
          «Γιατί; Ποιος τόλμησε να ατιμάσει τα δέντρα μου;» μονολόγησα. «Ποιος τα έκοψε;» φώναξα, πνιγμένος από οργή και θλίψη.
          Άκουσα μια γυναικεία φωνή: «Εσύ είσαι, καμάρι μου;»
          Ήταν η κυρά Βασίλενα, η καλή γειτόνισσα, που μάζευε ζοχούς. Με πλησίασε δειλά-δειλά.
          «Ένας δικός μας ήταν, γιόκα μου,» είπε με σιγανή φωνή. Κοιτάζοντας δεξιά, αριστερά, μήπως μας άκουγε κανείς, μου ψιθύρισε το όνομα του. «Από το δίπλα χωριό. Τα πούλησε. Ξυλεία για πολυκατοικία. Χρόνια πριν.»
          «Δεν ήταν ξύλα! Ήταν αναμνήσεις. Ήταν πράξεις πίστης. Ήταν κομμάτι μου. Αυτός που τα ‘κόψε είναι σαν να ξήλωσε κι εμένα.»
          Η κυρά Βασίλενα στάθηκε σιωπηλή, το γεμάτο κατανόηση βλέμμα της καρφωμένο πάνω μου. «Ο άτιμος!» είπε, σπάζοντας τη σιωπή της. «Γιατί να κόψει ο κερατάς άλλου πραμάτεια; Τι να πω κι εγώ; Ο κόσμος χάλασε, μανάρι μου.»
          Το ίδιο βράδυ, δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τα κομμένα δέντρα, τις αγιάτρευτες πληγές τους.
          Στη λαϊκή αγορά το επόμενο Σάββατο, συνάντησα τον άνθρωπο αυτόν. Τον κοίταξα στα μάτια. Τον ρώτησα ευθέως. Και εκείνος με ψυχρή σιγουριά απάντησε: «Ναι, εγώ ξέρω. Τα ’κοψε ένας αθίγγανος. Εγώ τι να κάνω; Να μπλέξω;»

«Το ίδιο βράδυ, δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Σκεφτόμουν τα κομμένα δέντρα, τις αγιάτρευτες πληγές τους.»


          Μα η ματιά του τον πρόδωσε. Ήξερα. Κι ύστερα μου πρότεινε να αγοράσει και τα υπόλοιπα. Τον κοίταξα. Δεν απάντησα. Γιατί δεν πουλάς κάτι που έχει ριζώσει στην ψυχή σου.
          Η ειρωνεία; Ο κλέφτης  ήταν από το ίδιο χωριό με τον δάσκαλό μου. Εκείνον που μας έμαθε τι σημαίνει ιερό χρέος απέναντι στη γη. Εκείνον που έσπειρε στα παιδικά μας χέρια τον σπόρο της δημιουργίας.
          Την τελευταία ημέρα των διακοπών μας, πήγα στο νεκροταφείο του χωριού μας όπου ήταν θαμμένος ο μακαρίτης δάσκαλος μου, ο Νίκος Θεοχάρης. Άφησα τα λίγα αγριολούλουδα που είχα φέρει πάνω στον τάφο του. Γονάτισα και φίλησα το χώμα που τον σκέπαζε.
          Μα καθώς σηκώθηκα να φύγω, μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή του να με συνοδεύει. Η ίδια ζεστή, στοργική φωνή, όπως τότε: «Εκεί που φυτεύουμε, ανθίζει η ελπίδα…»
          ΣΗΜΕΡΑ ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Η γη μας αιμορραγεί. Από τις πληγές που ανοίγουμε μόνοι μας. Και μερικοί, όλο και πιο συχνά, ξεχνούν να κοιτούν ψηλά. Μα εγώ… εγώ δεν μπορώ να ξεχάσω το παιδικό όνειρο στις ρίζες του χρόνου. Δεν μπορώ να ξεχάσω τον ήχο της τσάπας στο ξεροχώραφο, τα χέρια μας ξεφλουδισμένα απ’ το χώμα και τις πέτρες, τα ρούχα μας γεμάτα ιδρώτα. Το κολατσιό, σαν καθόμασταν να ξανασάνουμε για λίγο και να φάμε δυο μπουκιές ψωμί με ελιές, ρέγγα και λίγο μανούρι από τη γίδα μας, κάτω από τον καυτερό ήλιο. Τη φλόγα που είχε φυτέψει ο δασκαλος μου μέσα μου, όπως φυτεύαμε κι εμείς—απλά, σιωπηλά, με πίστη.
          Ίσως τα δέντρα αυτά να μη σώσουν τον πλανήτη. Ίσως να χαθούν κάποτε, όπως χάθηκαν και τα πρώτα δώδεκα. Ίσως τα κομμένα δέντρα να γίνουν λίκνο για μια νέα ζωή. Μα εγώ, κάθε φορά που φυσάει δυνατά, και τα φύλλα χορεύουν κάτω από τον ουρανό, δεν ακούω πια μονάχα τον άνεμο. Ακούω ένα μάθημα που έρχεται από το μονοτάξιο σχολείο του φτωχικού χωριού μου (τώρα κλειστό για δεκαετίες) που δεν έσβησε ούτε θα σβήσει ποτέ:
          «Τον καιρό που ζούσε ο Πάνας…»

  Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης  

Συγγραφέας του βραβευμένου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών) και της συνέχειας «Out of Arcadia.»
Www.MyArcadiaBooks.Com