ΜΑΚΑΡΙΟΙ όσοι μεγάλωσαν με μια αδελφή σαν τη δική μου. Για μένα και τα τρία αδέλφια μου, η Σοφία δεν ήταν ποτέ απλώς μια αδελφή. Ήταν η δεύτερη μητέρα μας. Μια σιωπηλή προστάτιδα του σώματος και της ψυχής μας. Και ευχαριστώ τον Θεό—κάθε ημέρα της ζωής μου—για το ανεκτίμητο δώρο της ύπαρξης της ανάμεσα μας.
Η αγάπη της ήταν φλόγα αθόρυβη, σαν λυχνάρι που δεν έσβηνε ποτέ, ακόμη και μέσα στις πιο σκοτεινές νύχτες της ζωής μας. Ένα φως που καθόρισε ποιοι γίναμε, πολύ προτού μπορέσουμε να του δώσουμε όνομα.
Ήταν στήριγμα βαρύ και σταθερό, που κρατούσε το οικοδόμημα της ύπαρξης μας όρθιο, όταν όλα γύρω έμοιαζαν να γκρεμίζονται. Ήταν το δέντρο που άπλωσε τα κλαδιά του πάνω από εμάς, να βρούμε καταφύγιο, σκιά, ανάσα.
Γεννηθήκαμε μέσα στη στέρηση, σ’ ένα σκονισμένο αρκαδικό χωριουδάκι, χαμένο σε χάρτες και στον χρόνο, χωρίς τίποτα να το ξεχωρίζει πέρα από το όνομα ενός Αγίου. Διακόσιες ψυχές όλοι κι όλοι. Περισσότερες οι πέτρες απ’ τους ανθρώπους. Και κάθε μουριά είχε το δικό της όνομα.
Ήταν ένας κόσμος χτισμένος με γυμνά χέρια και ταπεινές ελπίδες. Εκεί που οι ευκαιρίες ήταν λιγοστές—και για τα κορίτσια σχεδόν ανύπαρκτες. Η ζωή δεν ήταν γενναιόδωρη. Προσπαθούσαμε απλώς να επιβιώσουμε: πρώτα της ναζιστικής Κατοχής, ύστερα του αιματοβαμμένου Εμφυλίου Πολέμου που ακολούθησε και του Φόβου—του φόβου που κατέβαινε απ’ τους ουρανούς με τα βουητά των χαμηλόπτητων αεροπλάνων, που έριχναν φυλλάδια με το μαύρο πρόσωπο μιας αρκούδας. Τα μάζευε ο άνεμος στην αυλή μας. Ένα σκοτάδι εφιαλτικό.
Οι γονείς μας πάλευαν για να κρατήσουν το τραπέζι γεμάτο και εμάς ζωντανούς. Ο πατέρας μας πουλούσε λαχανικά με το γαϊδουράκι του στα σοκάκια της πόλης και υπηρετούσε στην εκκλησία τις Κυριακές και τις γιορτές. Η μάνα μας περπατούσε χιλιόμετρα για να πουλήσει σπόρους λουλουδιών στα πεζοδρόμια της πόλης. Μια ποδιά γεμάτη ελπίδα.
Κι ανάμεσα μας, στεκόταν η Σοφία. Η πρώτη. Η μεγαλύτερη. Η πιο δυνατή. Η πιο φωτισμένη, με τρόπους που ίσως δεν μετρούνται με πτυχία. Γιατί η παιδική της ηλικία της στερήθηκε. Όχι γιατί της έλειπε η ικανότητα—αλλά γιατί ήρθε το χρέος πρώτα. Η επιβίωση πάνω από τη μόρφωση.
Κι έτσι, όταν άλλα παιδιά κάθονταν σε θρανία, η Σοφία μάθαινε στα χωράφια. Μάθαινε δίπλα στο φούρνο. Μάθαινε στη σιωπή της θυσίας.
Έμαθε να αγαπά.
Έμαθε να υπηρετεί.
Έμαθε να προσφέρει—με χέρια που δεν σταμάτησαν ποτέ να δουλεύουν, και με καρδιά που δεν σταμάτησε ποτέ να δίνει.
«Κρυώνω», λέγαμε.
«Μην ανησυχείς, θα σου βρω μια κουβέρτα», απαντούσε.
«Πεινάω…»
«Κάνε υπομονή, σε λίγο είναι έτοιμος ο τραχανάς.»
Μας έντυνε, μας τάιζε, μας προστάτευε σαν μάνα. Όταν τα κομμουνιστικά φυλλάδια έπεσαν στην αυλή, μας καθησύχασε: «Τα έκαψα στη φωτιά. Ο πατέρας είπε πως δεν σημαίνουν τίποτα… τίποτα για καλούς ανθρώπους.»
Έβαλε τον εαυτό της μπροστά στη λύπη, με την τρυφερότητα ενός κοριτσιού που έγινε γυναίκα πρόωρα. Όταν έπεφτα, με σήκωνε. Ακόμα κι αν τα δικά της χέρια ήταν κουρασμένα.
Φύτευε κατιφέδες σε κονσερβοκούτια για να φέρει χρώμα στη λάσπη της αυλής μας. «Κοίτα! Δεν είναι όμορφα;»
Κι έτσι, ενώ φρόντιζε εμάς, μεγάλωνε σιγά-σιγά σε μια γυναίκα γεμάτη χάρη, νου και δύναμη.
Στην εφηβεία της, η Σοφία πήρε μαθήματα ραπτικής στην πόλη. Τα χέρια της, ήδη εξασκημένα στη δουλειά, άρχισαν να γίνονται και ευγενή. Και ήταν μέσα απ’ αυτές τις ταπεινές ραφές που η μοίρα άρχισε να της υφαίνει έναν δρόμο προς έναν κόσμο πιο ευρύ.
Κάποια συμμαθήτρια, θαμπωμένη από το φως της, ανέφερε τον αδελφό της, τον Ντίνο, που είχε ένα μικρό εστιατόριο στην Αυστραλία. Μια φωτογραφία τραβήχτηκε—μία μόνο. Κι αυτή στάλθηκε στον Ντίνο, που ερωτεύτηκε. Την κάρφωσε στον τοίχο και την κοιτούσε κάθε μέρα.
Στα είκοσι της χρόνια, η Σοφία έκλεισε τη ζωή της σε μια βαλίτσα και πήρε το καράβι της μοίρας. Πέρασε τους ωκεανούς για να παντρευτεί έναν άντρα που δεν είχε δει ποτέ. Ήταν η μοίρα πολλών κοριτσιών στην Ελλάδα της εποχής εκείνης. Όχι επιλογή, αλλά υποχρέωση.
Κι όμως, η Σοφία στάθηκε όπως πάντα: με αξιοπρέπεια, με σθένος, με χαμηλωμένη φωνή αλλά ψηλά το κεφάλι.
Ακόμα θυμάμαι εκείνη τη μέρα του 1958, που τη συνοδέψαμε στον Πειραιά. Το αντίο μου, μικρό και ραγισμένο: «Να πας στο καλό, Σοφία… και να μας γράφεις!» Όταν επιστρέψαμε δίχως εκείνη, ο ουρανός σκοτείνιασε. Έκλαψε, έβρεξε… μέχρι να φτάσουμε σπίτι. Και για μέρες, εγώ περιπλανιόμουν σαν σύννεφο που έχασε τον ουρανό του.
Στη Μελβούρνη, η Σοφία έχτισε μια ζωή με τον Ντίνο. Δούλεψαν μαζί στο μαγαζί. Έκαναν δύο καλά παιδιά—την Τούλα και τον Γιώργο. Η Σοφία έδινε ήσυχα, απόλυτα. Και βρήκε χρόνο να φτιάξει έναν κήπο—κόρη σποροπώλισσας, πάντα σε άνθηση.
Θυμάμαι, στα πρώτα φοιτητικά μου χρόνια, έφτασε ένα δέμα: το ρολόι του Ντίνου. Και μετά, κάθε μήνα, ένα γράμμα με πέντε φρέσκα δολάρια: «Για σένα, αδερφέ.» Περιουσίες μικρές για τις άδειες μου τσέπες.
Αυτό ήταν το ύφος της Σοφίας. Χωρίς φανφάρες. Μόνο προσφορά.
Ώσπου, χρόνια μετά, ήρθε ξανά η δυσκολία. Η πόλη πήρε το τετράγωνο όπου στεγαζόταν το μαγαζί τους. Τα έχασαν όλα. Και ξανά από την αρχή. Τα μάτια τους στράφηκαν προς την Αμερική.
Ήταν η σειρά μου να της το ξεπληρώσω. Να γίνω εγώ στήριγμα στο στήριγμα μου. Την καλοδεχτήκαμε με την οικογένεια της. Το σπίτι μας γέμισε—όχι μόνο με πράγματα, μα με γέλιο, ζεστασιά και τη σιωπηλή άνεση της οικογένειας που ξαναβρίσκεται.
Τους βοηθήσαμε να ξαναρχίσουν. Και το έκαναν. Άνοιξαν ένα νέο εστιατόριο, το Bread Basket, και ξανάρχισαν απ’ το μηδέν, με μόχθο και πίστη.
Η Σοφία ξανά άνθησε. Ξανά φύτεψε. Το κορίτσι που κάποτε φώτιζε το χωριό μας με κατιφέδες σε κονσερβοκούτια… τώρα άνθιζε σε νέα γη.
Έγινε μέλος στον Άγιο Νεκτάριο της ενορίας τους. Αγκάλιασε την κοινότητα του. Έψηνε πρόσφορα και κουλουράκια. Έπλεκε την αγάπη της στις λεπτομέρειες των άλλων.
Κι ύστερα ήρθε εκείνη η ήσυχη Τρίτη—η δεύτερη μέρα του νέου εκκλησιαστικού έτους. Όταν ο Θεός έκλεισε τα βλέφαρα της. Κι ένα κομμάτι μου έφυγε μαζί της.
Αγαπημένη μου Σοφία,
Έζησες με χάρη. Με πίστη. Με αφοσίωση. Έζησες με αγάπη. Αγάπη που δεν ζητούσε, μόνο πρόσφερε. Σε ευχαριστώ. Σε ευχαριστούμε. Για την αγνότητα σου, για τη δύναμη σου, για την καρδιά σου που μας κράτησε όλους όρθιους.
Ήσουν η ζεστασιά του καλοκαιριού στους πιο παγωμένους μας χειμώνες. Όσο κι αν σε πίεσε η ζωή, το φως σου δεν έσβησε ποτέ. Το πνεύμα σου—γενναιόδωρο, ανθεκτικό, απέραντα στοργικό—ζει μέσα μας. Στα παιδιά και τα εγγόνια σου. Στην εκκλησία του Αγίου Νεκταρίου. Στα χώματα της Αρκαδίας που κάποτε όργωσες.
Στο χωριό μας χτυπά η καμπάνα για σένα. Οι παλιές μουριές που φυτέψαμε μαζί δακρύζουν. Κι εγώ… μικραίνω δίχως εσένα. Δεν πενθώ μονάχα τον θάνατο σου, πενθώ τη μνήμη. Μα είμαι πλουσιότερος, γιατί ήμουν αδελφός σου.
Αιωνία σου η μνήμη, αγαπημένη μου αδελφή. Να πας εν ειρήνη. Ο Ντίνος σε περιμένει.
Με αγάπη αιώνια,
ο αδελφός σου,
Νίκος
(Νίκος Δ. Κοκκώνης)