Home ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ Αξέχαστες ώρες στην παραμυθένια Λωζάνη

Αξέχαστες ώρες στην παραμυθένια Λωζάνη

«...οι γυμνές, σεμνότυφες συκομορέες μας ψιθύριζαν μυστικά της αιώνιας ζωής τους, καθώς απαλοθρόιζαν στο ελαφρό αεράκι»

Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης      

ΑΝΟΙΞΗ του 2015.

       Τη Λωζάνη τη θυμόμουν από τα παιδικά μου χρόνια, τότε που στο καφενείο του μικρού χωριού μας ο παπάς κι ο δάσκαλος μιλούσαν έμμονα για «το πικρό φάρμακο» μιας συνθήκης που είχε λάβει μέρος εκεί και «άλλαξε τον κόσμο.» Άλλοι άνδρες απλά κάπνιζαν, έπιναν ένα ποτήρι κρασί και κάπου κάπου κουνούσαν το κεφάλι, χωρίς να μιλάνε.

    Τότε εγώ δεν καταλάβαινα από τέτοια πράγματα, απλώς μου άρεσε να ακούω τους μορφωμένους άνδρες να συζητούν. Σαν μεγάλωσα κι έμαθα κάτι για τη Συνθήκη της Λωζάνης και την πόλη, πολιτιστική καρδιά της Ελβετίας για αιώνες, ήμουν περίεργος να τη δω. 

      ΕΤΣΙ ΛΟΙΠΟΝ, τώρα που η σύζυγος μου (Πόπη) κι εγώ βρισκόμασταν στη Γενεύη, αποφασίσαμε να την επισκεφτούμε για μια ημέρα, με το πρωινό τρένο.

       Ευθύς ως βγήκαμε από τον σταθμό, αισθανθήκαμε σαν να βρισκόμασταν σ’ έναν άλλο κόσμο. Καθαριότητα και τάξη παντού. Πουθενά γκράφιτι, πουθενά σκουπίδια. Ο κόσμος δεν γνώριζε από σπρωξίματα εδώ.

       Από μια αρχοντική γηραιά κυρία, που χρειαζόταν τη βοήθεια μας με το μπαστούνι που της είχε πέσει, μάθαμε προς ποια κατεύθυνση βρισκόταν το Λιμάνι του Ουσί, συνοικία της Λωζάνης, όπου είχαμε προγραμματίσει να περάσουμε την ημέρα μας. Το Ουσί, ένα νυσταγμένο ψαροχώρι μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα, τώρα ήταν δημοφιλές θέρετρο της χώρας, φωλιασμένο στη λίμνη της Γενεύης.

       Ύστερα από πέντε λεπτά περπάτημα, φτάσαμε στο λιμάνι, μικρό, γραφικό και γαλήνιο. Στην προκυμαία, κάτω από τον Aπριλιάτικο ήλιο, ντόπιοι και τουρίστες απολάμβαναν την απρόσκοπτη θέα στα ασημένια νερά της λίμνης, με φόντο τις μαγικές Άλπεις. Κάποιοι φωτογράφιζαν εντυπωσιακά γλυπτά στημένα σε διαφορά σημεία της αποβάθρας.

       Καθώς περπατούσαμε, ξαφνικά δεχτήκαμε καλωσόρισμα από τρεις πειρατές, που με προκλητική όψη στέκονταν στην πλώρη ενός πλοίου, σ’ ένα από τα γλυπτά. Το γλυπτό αποτύπωνε το πνεύμα της ζωής των ληστών της θάλασσας και χρησίμευε ως έντονη υπενθύμιση για τα κοινωνικά πρότυπα εκείνων των καιρών. 

       Ένα ατμόπλοιο ετοιμαζόταν για ταξιδάκι στην Évian-les-Bains, πολυσύχναστη λουτρόπολη στη γαλλική ακτή, όπου και η πηγή του φημισμένου νερού, ενώ μια νεαρά Ελληνίδα, που στεκόταν με τον φίλο της κοντά μας, έκανε εξομολόγηση στο κινητό της: «Η Λωζάνη χωρίς εμπειρία λίμνης δεν είναι τίποτα! Νιώθω ερωτευμένη με το μέρος!»

       Η αποβάθρα άνοιγε σ’ ένα πεζόδρομο, σωστή λεωφόρος, 3,5 χιλιόμετρα κατά μήκος της λιμνοακτής (Ελβετική Ριβιέρα), στεφανωμένη από δάση και γνωστή για τη φυσική ομορφιά του πάρκου της. Ήταν η αφετηρία μας.

«Πάνω απ’ όλα, θυμάμαι πώς ένιωθα. Το τοπίο μας τραβούσε τόσο πολύ που δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε»

      ΤΟ ΠΕΝΤΑΚΑΘΑΡΟ πάρκο, με άψογα περιποιημένους κήπους, οι πιο πολυτελείς της Λωζάνης, ήταν ένα ήρεμο καταφύγιο. Με το ανοιξιάτικο πολύχρωμο των κήπων, καθένας με τον δικό του μοναδικό χαρακτήρα, το απαλό πράσινο του πάρκου και την απεραντοσύνη της λίμνης, ένας επίπεδος δίσκος από αργέντο ασήμι, η ζωή εδώ αισθανόταν υπέροχα ξέγνοιαστη. 

       Η άνοιξη είχε έρθει για τα καλά στη Λωζάνη, και η φύση είχε ήδη μπει στην τροχιά της άνθισης, με κερασιές και μανόλιες σε ζωηρές αποχρώσεις του ροζ, του κόκκινου και του λευκού. Τουλίπες με λαμπερά πρόσωπα και αλαζονικοί νάρκισσοι μας περιέβαλαν καθώς περπατούσαμε. Πουλιά ξεσπούσαν στο πρωινό τους τραγούδι, καλωσορίζοντας την άνοιξη με τις μελωδίες τους, και εκατοντάδες μαργαρίτες γελούσαν στο ήλιο. Το γλυκό άρωμα κρίνων κρεμόταν στον αέρα.

       Ξαφνικά το μάτι μας έπεσε σε μια ορειχάλκινη προτομή. Τίνος άραγε ήταν; Η Πόπη διάβασε την επιγραφή στη βάση της: «Ιωάννης Καποδίστριας.» Μα τι ήθελε ο άτυχος πολιτικός στο Ουσί;

        Τραβούσαμε φωτογραφίες του μνημείου, όταν μας πλησίασε ένας καλοντυμένος κύριος. Μιλώντας άψογα αγγλικά, προσφέρθηκε να μας τραβήξει μια φωτογραφία και των δυο μας. Τον ευχαριστήσαμε και ρωτήσαμε γιατί η Ελβετία τιμούσε τον Καποδίστρια.

       Μας είπε πως ο κορυφαίος διπλωμάτης είχε οργανώσει την Ελβετική Συνομοσπονδία και είχε εμπνευστεί την ουδετερότητα της χώρας σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή, με αποτέλεσμα να την γλιτώσει από τους φονικούς πολέμους που ακολούθησαν.

       Μείναμε άφωνοι. Ευχαριστήσαμε τον ευγενικό κύριο και συνεχίσαμε τον ωραίο περίπατο, ενώ τα σοφά λόγια του Θουκυδίδη έρχονταν στη σκέψη μου: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος».

       Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ γινόταν όλο και πιο ευχάριστος. Όπου και να γυρνούσε το μάτι, όλα φαίνονταν πιο όμορφα, πιο φανταχτερά. Τα ζωντανά χρώματα της ανοιξιάτικης φύσης μας θάμπωναν, οι χιονισμένες Άλπεις, που μας ακολουθούσαν πιστά, μας έκοβαν κάθε τόσο την ανάσα, ενώ οι γυμνές, σεμνότυφες συκομορέες μας ψιθύριζαν μυστικά της αιώνιας ζωής τους, καθώς απαλοθρόιζαν στο ελαφρό αεράκι. Πεταλούδες χόρευαν χαρούμενα στους κήπους καI πολύχρωμες παιώνιες ξέσπαγαν στα γέλια. Η φύση με το πλήρες νόημά της.

      Μαγικός ο τόπος. Είχαμε επισκεφτεί αρκετές γωνιές του κόσμου, όμως καμμία δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με τη γοητεία της γης εδώ. Καμμία! Εδώ η φαντασία γίνεται πραγματικότητα. Μια βόλτα εδώ δεν είναι τίποτα λιγότερο από μαγική.

       Παραδεισένιος αυτός ο τόπος. Εδώ βασιλεύει η ομορφιά κι η αρμονία. Εδώ η ησυχία και η ασφάλεια. Δεν υπάρχει χώρος για φόβο εδώ. Όχι Ουσί, άλλα Παράδεισος έπρεπε να λέγεται τούτος ο τόπος. Εδέμ έπρεπε να λέγεται, γιατί Εδέμ είναι. Το γνώριζε καλά ο Χέμινγουεϊ που, στον «Αποχαιρετισμό στα Όπλα», έβαλε τη νοσοκόμα Κατερίνα και τον υπολοχαγό Χένρι να κάνουν μια ρομαντική βόλτα εδώ.

       ΣΤΗΝ Πλατεία Λιμανιού, μια συναρπαστική πλατεία δίπλα στα ασημένια νερά της λίμνης και με το ξενοδοχείο Angleterre and Residence να δεσπόζει, καθήσαμε για καφέ και λίγη ξεκούραση. Κτίσμα του 18ου αιώνα, με φιλικό και θερμό χαρακτήρα, που κάποτε ήταν και στέγη της πρώτης σχολής φιλοξενίας στη γηραιά ήπειρο, το ξενοδοχείο είχε την αίσθηση μιας πολυτελούς ιδιωτικής κατοικίας.

      Η σερβιτόρος, μια κομψή, καλλιεργημένη μεσήλικη κυρία, με μπλε μάτια γεμάτα ευγένεια, ονόματι Φαμπιέν, πήρε την παραγγελία μας: καπουτσίνο και τοπικό μπισκότο. Πινακίδα στον τοίχο του ξενοδοχείου έλεγε πως εδώ το 1816 έμεινε ο Λόρδος Μπάϊρον κι έγραψε το θαυμάσιο ποίημα «Φυλακισμένος του Σιγιόν.» Κάπου εδώ κοντά έζησε και ο T.S. Ο Έλιοτ όταν έγραψε την «Η έρημη χώρα,» ένα από τα σημαντικότερα ποιήματα του 20ού αιώνα.

      Όταν μας έφερε τον καφέ, η Φαμπιέν ρώτησε από που είμασταν. Συστηθήκαμε, κι εκείνη χαμογέλασε, μας καλωσόρισε και κάθησε σε μια καρέκλα στο γειτονικό τραπεζάκι να μας πει πως ήταν συνταξιούχος αεροσυνοδός με την Swiss Air και πως της άρεσε πολύ «la Grèce».

      «Κι εμάς μας αρέσει παρά πολύ η δίκη σας χώρα!» είπε η Πόπη, κάνοντας τη Φαμπιέν να γελάσει, πριν ζητήσει συγγνώμη και φύγει για να εξυπηρετήσει μια παρέα που μόλις είχε έρθει.

«Τουλίπες με λαμπερά πρόσωπα και αλαζονικοί νάρκισσοι μας περιέβαλαν καθώς περπατούσαμε..»

      Ούτε καφές ούτε μπισκότο είχε ποτέ τόση νοστιμάδα, ούτε φυσικό περιβάλλον τέτοια γοητεία. Η εκπληκτική θέα στη λίμνη, με φόντο τις χιονισμένες Άλπεις, δημιουργούσε μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα. Ο τόπος μας μαγνήτιζε. Η ηλιόλουστη φύση ολόγυρα μας μας προσκαλούσε να τη χαρούμε. Κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν. H ατμόσφαιρα ήταν ήσυχη σαν σε μοναστήρι, και τα χρυσά χέρια του ήλιου που μας θώπευαν βάλσαμο. Πασχαλινή γιορτή για τις αισθήσεις. Αυθεντικές στιγμές απόλαυσης. Στιγμές αναψυχής. Στιγμές αλληλούια. 

      Θυμάμαι και τώρα που γράφω εκείνες τις στιγμές. Θυμάμαι τη δελεαστική, πλούσια γεύση του μπισκότου. Το άρωμα του καφέ. Θυμάμαι την ασημένια όψη της λίμνης. Πάνω απ’ όλα, θυμάμαι πώς ένιωθα. Το τοπίο μας τραβούσε τόσο πολύ που δεν μας έκανε καρδιά να φύγουμε. Να είναι έτσι ο Παράδεισος;

      Όμως, το πρόγραμμα μας έλεγε ότι έπρεπε να συνεχίσουμε. Ξαφνικά, εμφανίστηκε η Φαμπιέν.

      «Συγγνώμη που σας άφησα,» είπε. «Ναι, είναι πολύ όμορφα εδώ. Η πόλη μας συνδυάζει υπέροχα την αστική ζωή με τη φύση. Αδύνατον να τελειώσω τη μέρα μου χωρίς μια βόλτα στα πάρκα, στις όχθες της λίμνης.»

      «Σας ευχαριστούμε πολύ!»

      Πληρώσαμε, αφήσαμε ένα γενναιόδωρο πουρμπουάρ στην ευγενεστάτη και καλόκαρδη Φαμπιέν και, καθώς φεύγαμε, μου φάνηκε σαν να άκουσα τη βαρύτονη φωνή, γεμάτη μπρίο, του Λόρδου Μπάϊρον κάπου κοντά.

       ΠΙΟ ΚΑΤΩ, πέντε Ολυμπιακοί κύκλοι σε μεγάλη πινακίδα μας καλωσόρισαν, καθώς πλησιάζαμε ένα καταπράσινο πάρκο μεγάλης έκτασης, όπου και το λίκνο του Ολυμπιακού Μουσείου. Ολόγυρα μας, ο τόπος μιλούσε για τον Γάλλο βαρόνο Κουμπερτέν, ενώ διάσπαρτα έργα τέχνης γιόρταζαν το πνεύμα των Αγώνων, κάνοντας μας να νιώθουμε τον παλμό των πρωταθλητών. Το μουσείο, με τα ελκυστικά εκθέματα του, ήταν τόσο εκπαιδευτικό όσο και οπτικά εντυπωσιακό. 

«…και εδώ υπέγραψαν την περιώνυμη συνθήκη που τελείωσε οριστικά το βενιζελικό όνειρο της Μεγάλης Ιδέας»

       Συνεχίσαμε τον περίπατο κατά μήκος της λίμνης. Σε λίγη απόσταση, παρουσιάστηκε μπροστά μας ένα μεγαλεπήβολο ξενοδοχείο πέντε αστέρων, το Beau-Rivage Palace, από τα καλύτερα ξενοδοχεία στην Ευρώπη. Θαμπωθήκαμε από τη μεγαλοπρέπεια του. Σ’ αυτό το πολυτελές ξενοδοχείο του 1861 έχουν διαδραματιστεί σημαντικά ιστορικά γεγονότα.

       Εδώ συγκεντρώθηκαν και οι ηγέτες κρατών, ένα μουντό πρωινό του Νοέμβρη του 1922, και συζήτησαν, συνέταξαν και, στα τέλη του Ιουλίου του 1923, υπέγραψαν την περιώνυμη συνθήκη που τελείωσε οριστικά το βενιζελικό όνειρο της «Μεγάλη Ιδέας.»

       Δεν υπήρχε χρόνος για περισσότερα αξιοθέατα. Αποφασίσαμε να γυρίσουμε στο λιμάνι για το μεσημεριανό μας γεύμα. Καθώς περπατούσαμε, μπροστά μας φάνηκε το εκπληκτικό Κάστρο του Ουσί, που κυριαρχούσε στο λιμάνι, με κύκνους να σνομπάρουν στα νερά—καρτποσταλική ομορφιά. Το νεογοτθικό κτίριο του 19ου αιώνα, κεντρικό στολίδι του Ουσί, ήταν τώρα πολυτελές ξενοδοχείο. Το 1923 δέχτηκε μερικές από τις ηγετικές φυσιογνωμίες της Συνθήκης της Λωζάνης, ενώ  το 1926 φιλοξένησε το συνέδριο που υπογράμμισε τις βασικές αρχές του σύγχρονου Ολυμπιακού κινήματος. 

       Το γεύμα μας, φιλέτα πέρκας με σαλάτα, συνοδευμένα με ντόπιο λευκό κρασί, ήταν στον εξώστη του κομψού εστιατορίου Vieil Ouchy, με εκπληκτική θέα της λίμνης και των χιονισμένων Άλπεων, περήφανες για την παλιά τους καταγωγή, που δεν σταματούσαν να μας μαγεύουν. 

       Οι ώρες είχαν περάσει. Κάναμε μια τελευταία βόλτα στο λιμάνι και μετά κατευθυνθήκαμε προς τον σταθμό του τρένου για Γενεύη. Να επιστρέφαμε μια μέρα σ’ αυτό τον παράδεισο των αλκυώνων! Σ’ αυτή την πόλη ζωγραφιά, βγαλμένη λες από παραμύθι!

       Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης

       Συγγραφέας του βραβευμένου «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου»

(Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here