Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
ΤΡΙΠΟΛΗ, Ιούλιος του 1962.
Ήθελα να φύγω. Όχι απλώς να απομακρυνθώ από τόπο, αλλά να δραπετεύσω από τη μοίρα μου. Η Αμερική δεν ήταν υπόσχεση πλούτου. Ήταν ένα φως που άναβε μέσα μου η ελπίδα. Ήθελα να βοηθήσω τους γονείς μου, σιωπηλούς ήρωες της φτώχειας, να μορφωθώ, να ξαναγράψω το πεπρωμένο μου.
Μα ήμουν μόνος. Άγνωστος. Χωρίς πρόσωπο εκεί, χωρίς εγγυητή. Ήμουν ένα παιδί της επαρχίας, παγιδευμένο στο όνειρό του, για δύο ολόκληρα χρόνια μετά το γυμνάσιο. Ο πατέρας μου πουλούσε λαχανικά με το γάιδαρο μας στις γειτονιές της Τρίπολης και η μητέρα μου σπόρια λαχανικών και λουλουδιών στα πεζοδρόμια της. Και ζούσαμε. Η απόγνωση μου έσφιγγε την καρδιά σαν μέγγενη.
Ώσπου, ένα μεσημέρι ένας πλανόδιος λαχειοπώλης της πόλης μου μίλησε για τον γιο του που κατάφερε να φτάσει στον Καναδά με τη βοήθεια ενός “πράκτορα” στην Αθήνα. Μου έδωσε ένα όνομα, έναν αριθμό τηλεφώνου. Ελπίδα γραμμένη σε ψίθυρο.
Δισταγμός, φόβος και δέκα μέρες εσωτερικής πάλης, μέχρι να πάρω το τρένο και να τον συναντήσω. Στο σπίτι του.
Μπροστά μου εμφανίστηκε ένας άνθρωπος αλλόκοτος, σχεδόν θεατρικός: μελαμψός, ντυμένος με μακριά, πορφυρή ρόμπα κι ένα μπλε φουλάρι που έπλεε—σαν σημαιοφόρος του πεπρωμένου. Με φωνή ασάλευτη, δήλωσε:
«Χρειάζεσαι πιστοποιητικό από τράπεζα ότι η οικογένειά σου έχει λογαριασμό για να χρηματοδοτήσει τις σπουδές σου. Έτσι λύνεται το ζήτημα της εγγύησης.»
Μα ποιος θα έπαιρνε τέτοιο ρίσκο για μένα; Το όνειρο της απόδρασης, που συχνά με στοίχειωνε τις νύχτες, έμοιαζε και πάλι μακρινό. Και όμως. Η μοίρα είχε αποφασίσει αλλιώς. Με τη μεσολάβησή του πράκτορα, και μια πληρωμή που για μένα ήταν βουνό, βρέθηκα εγγεγραμμένος σε μικρό κολέγιο στο Σικάγο. Μόνο η εγγύηση έμενε.
ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ εποχή ήμουν εθελοντής στο Δικαστήριο Ανηλίκων Τρίπολης. Ποδηλατούσα κάθε πρωί από το χωριό και υπηρετούσα μέχρι το κλείσιμο. Ύστερα από ένα χρόνο, ήρθε ο διορισμός μου από την Κεντρική Υπηρεσία στην Αθήνα: «Άμισθος δόκιμος υπάλληλος.» Τον δημοσίευσε ο προϊστάμενος μου στην τοπική εφημερίδα. Ένιωσα να ξαναγεννιέμαι, έστω ηθικά.
Γνώρισα τότε δικηγόρους, γραμματείς και δικαστές. Παρέδιδα μαθήματα μαθηματικών. Πλήρωνα το φροντιστήριο αγγλικών και έδινα κάτι στο σπίτι. Έτρεχα από τη μια γειτονιά της πόλης στην άλλη. Κάθε μέρα αγώνας, κάθε νύχτα όνειρο.
Ένας από τους μαθητές μου έμενε στη γειτονιά όπου, ως μαθητής γυμνασίου, στεγαζόμουν σ’ έναν αχυρώνα. Σταματούσα εκεί για μια ανάσα παρελθόντος. Για να δω την κυρία Μαρία, την κάποτε γειτόνισα μου, που πριν μήνες είχε χάσει τον άνδρα της, τον κύριο Στέλιο. Ήταν δεύτεροι γονείς μου. Δεν είχαν παιδιά. Με έντυναν στις παρελάσεις, με φρόντιζαν. Όταν το μαγκάλι μου δεν έφτανε, με καλούσαν στο ζεστό τους σπίτι. Ο πατέρας μου τους άφηνε λαχανικά στην αυλή.
Ένας άλλος μαθητής μου ήταν ο γιος του Γιώργου Λαδά (πλασματικό όνομα)—ιδιοκτήτη μεγάλου μπακάλικου της πόλης. Ένα μεσημέρι, με σταμάτησε έξω απ’ το σπίτι τους. «Μελαγχολικός φαίνεσαι… Πέρνα απ’ το μαγαζί να τα πούμε.»
Τα λόγια του βρήκαν τόπο. Ύστερα από δυο εβδομάδες δισταγμών, τον επισκέφτηκα. Με οδήγησε πίσω από τον πάγκο του, στο γραφείο. «Μου λένε καλά λόγια για σένα. Θέλω να ακούσω την ιστορία σου…τι σου συμβαίνει.»
Κι άρχισα να του τα λέω όλα. Για την ανάγκη, για την δίψα, για τον «πράκτορα», για την ανυπέρβλητη εγγύηση. Με άκουσε—και με κοίταξε μ’ εκείνο το αγέρωχο βλέμμα του που διάβαζε κάτω από τις λέξεις.
«Μπορεί να μην είμαι Μέγας Αλέξανδρος», μου είπε, «αλλά έχω κόψει γόρδιους δεσμούς.»
Ψέλλισα: «Σας ευχαριστώ.»
«Εγώ θα σε βοηθήσω με την Τράπεζα. Πέρασε πάλι σε λίγες μέρες.» Μίλησε ήρεμα, όπως κάποιος που παίρνει κάθε μέρα τέτοιες αποφάσεις.
Πέρασα.
Ο Λαδάς έβγαλε ένα παλιό, κιτρινισμένο τετράδιο, έγραψε κάτι και το υπόγραψε. Ήμουν μισός συγκίνηση, μισός ντροπή. Η ψυχή μου χωρισμένη: η επιθυμία του ονείρου και το βάρος του ψεύδους που μόλις υιοθετούσαμε σαν αλήθεια.
Ο Λαδάς έβαλε το χαρτί σ’ ένα φάκελο και μου το έδωσε μ’ ένα σχεδόν κουρασμένο χαμόγελο. «Πήγαινε στον Διευθυντή της Τράπεζας Πίστεως. Πες του σε στέλνω εγώ. Θα τον ειδοποιήσω. Κι αν φτάσεις εκεί… να στέλνεις κανένα γράμμα, ε;»
«Θα σας ευγνωμονώ σ’ όλη μου τη ζωή.» Του φίλησα το χέρι. Ένα δάκρυ δεν συγκρατήθηκε.
«Έλα τώρα, τράβα.»
Βγήκα από το μπακάλικο και περπάτησα για λίγο δίχως προορισμό, με καρδιά βαρύγδουπη. Οι δρόμοι έμοιαζαν άλλοι. Το μέλλον πλησίαζε με βήμα βαρύ.
Στην τράπεζα, ένιωθα σαν να ακροβατούσα σε σχοινί πάνω από άβυσσο. Ο διευθυντής, ψυχρός και επίσημος, τελικά μου εξήγησε: τριάντα χιλιάδες δραχμές κατάθεση, και θα έπαιρνα το πιστοποιητικό. Με συμβούλεψε: «Ούτε λέξη σε κανέναν…Και τα χρήματα μπορούν να αποσυρθούν ύστερα.»
Και πού θα έβρισκα τόσα χρήματα;
Έτρεξα σε συγγενείς, σε φίλους. Μέσα στον καύσωνα, με το ποδήλατο, από χωριό σε χωριό. Ιδρώτας και φόβος. Το όνειρο άρχιζε να παίρνει σχήμα. Ρυάκια ιδρώτα κατέβαιναν στο πρόσωπο μου, μερικά από την αφόρητη ζέστη, αλλά τα πιο πολλά από φόβο, όταν μπήκα στην Τράπεζα. Πήρα ένα πιστοποιητικό κατάθεσης διακοσίων πενήντα χιλιάδων δραχμών.
Έφυγα από την Τράπεζα και κάθισα σ’ ένα παγκάκι στο γειτονικό πάρκο, δίπλα από το Δικαστήριο. Βρισκόμουν μπροστά στο δίλημμα της ζωής μου. Αισθανόμουν σαν να ακροβατούσα στην κόψη ενός ηθικού ξυραφιού. Ανάμεσα σε πουλιά, προτομές και σκιές, αποφάσισα: Θα φύγω.
ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ, βρέθηκα στην Αμερικανική Πρεσβεία. Μ’ ένα καινούριο κουστούμι, παλιό του μακαρίτη Στέλιου, και με σφιγμένο στομάχι. Δεν ήξερα αν θα με πίστευαν. Αν η μοίρα είχε στ’ αλήθεια γείρει έστω λίγο υπέρ μου.
Η Πρόξενος, επιβλητική, με γκρίζα μαλλιά τραβηγμένα και δεμένα κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, ήταν μια ευγενική κυρία. Ενώ ταξινομούσε τα χαρτιά μου κατά το δικό της σύστημα, φόβος κυρίευε την ψυχή μου. Το ψέμα πάλευε με την αλήθεια μέσα μου. Περίμενα την κρίση.
«Θαυμάσια,» μουρμούρισε η Πρόξενος. «Εθελοντής ανηλίκων! Αριστούχος μαθητής. Εξαιρετικός νέος. Όμως δεν βλέπω καμία ένορκη βεβαίωση. Ποιός εγγυάται για σας;»
Και εγώ άρχισα:
«Ο πατέρας μου. Είναι χονδρέμπορος λαχανικών στην Αρκαδία…Διατηρούμε κοπάδια, γη, παραγωγή γάλακτος. Ήταν πάντα όνειρό του να σπουδάσω στην Αμερική.» Έλεγα λόγια σαν από στόμα άλλου. Μια ψευδαίσθηση αξιοπρέπειας, σμιλεμένη από ανάγκη.
Η Πρόξενος με κοίταξε μ’ εκείνο το βαθύ, γαλήνιο βλέμμα ανθρώπου που έχει δει πολλά, και ψιθύρισε με φωνή σχεδόν μητρική: «Είστε έτοιμος να φύγετε για την Αμερική, νεαρέ;»
Δεν ήξερα αν η ερώτηση ήταν πραγματική ή συμβολική. Αν μιλούσε για το σώμα μου ή για την ψυχή μου. Μα έγνεψα καταφατικά, με τόση εσωτερική συγκίνηση που ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά στο λαρύγγι.
Η βίζα εγκρίθηκε. Η Πρόξενος μου την παρέδωσε με μια χειρονομία ιερή, σαν μετάληψη για τον εξομολογημένο.
Βγήκα από την Πρεσβεία σχεδόν παραπατώντας. Όλα γύρω μου φαίνονταν αλλιώτικα. Δεν ήξερα αν ήμουν στην Αθήνα ή στα πρόθυρα του Νέου Κόσμου. Η σκόνη των δρόμων κολλούσε πάνω στο κουστούμι του κυρίου Στέλιου. Ίσως για να μου θυμίσει από πού ξεκίνησα. Κι ότι δεν πρέπει ποτέ να το ξεχάσω.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΤΑ χρήματα που με έστειλαν στην Αμερική. Ήταν η πίστη ενός ανθρώπου σ’ έναν σχεδόν ξένο. Μια πράξη καλοσύνης χωρίς αντάλλαγμα. Ο κύριος Λαδάς, γήινος, ήσυχος ευεργέτης, με είδε ίσως όχι όπως ήμουν, αλλά όπως μπορούσα να γίνω—και αποφάσισε να γίνει ο κρίκος που θα ένωνε το πριν με το μετά μου. Και εγώ, ευγνώμων μέχρι δακρύων. Αν ζούσε σήμερα, ίσως να μην θυμόταν καν το όνομά μου. Μα εγώ τον θυμάμαι κάθε μέρα. Με τον τρόπο που θυμάται κανείς τον σωτήρα του.
Ορισμένες ευεργεσίες μένουν άφωνες. Ζουν σκαλισμένες μόνο στις ψυχές των φτωχών ανθρώπων. Εκεί όπου μόνο η ευγνωμοσύνη έχει πρόσβαση και η μνήμη γίνεται προσευχή.
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Συγγραφέας του βραβευμένου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Arcadia, My Arcadia» (μετάφραση «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου», Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών) και του «Out of Arcadia.»
Www.MyArcadiaBooks.Com