Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Η ΙΔΕΑ ΓΙΑ ΤΑΞΙΔΙΑ ήταν σπαρμένη μέσα μου από την Πέμπτη τάξη. Όταν ο δάσκαλος μας ρώτησε μια μέρα ποιό μάθημα μας άρεσε πιο πολύ, ήμουν ο μόνος μαθητής που ανέφερε γεωγραφία. Ο καλός δάσκαλος χαμογέλασε και μου ζήτησε να εξηγήσω γιατί. Είπα επειδή μου άρεσαν αυτά που μας δίδασκε για τις διάφορες χώρες, και οι ανάγλυφοι χάρτες που μας μάθαινε να φτιάχνουμε, και θα ήθελα κάποτε να πάω σε μερικά από εκείνα τα μέρη για να δω πώς ζούσαν οι άνθρωποι εκεί και τί έθιμα είχαν.
Όταν, με το πλήρωμα του χρόνου, καρποφόρησε η ιδέα, άρχισα να ταξιδεύω με τη σύζυγο μου, Πόπη. Έτσι, μια μέρα ρίξαμε στη βαλίτσα μας δύο εξαίρετους οδηγούς, το «Ταξιδεύοντας Ισπανία», με γραφή αξεπέραστη του Νίκου Καζαντζάκη (που το είχα διαβάσει δύο φορές) και το «Iberia» του ανεπανάληπτου Αμερικάνου James Michener, που είχε κάνει την Ισπανία δεύτερο σπίτι του, και πετάξαμε για Μαδρίτη με την Iberia Airline, στα τέλη του Μάη, το 1998.
ΗΛΙΟΛΟΥΣΤΗ ΗΤΑΝ η ημέρα, όταν βρεθήκαμε στην Consuegra, στην καρδιά της επικής περιοχής La Mancha. Τα βιβλία τόνιζαν πως η κωμόπολη, εκατόν τριάντα χιλιόμετρα από τη Μαδρίτη και παγκοσμίως γνωστή από τον 17ο αιώνα, μέσα από τον «Δον Κιχώτη» του Θερβάντες, ήταν το μέρος που μπορούσε κανείς να περπατήσει ανάμεσα στους θρυλικούς ανεμόμυλους. Αυτό θέλαμε! Να βρεθούμε στα λημέρια του Δον Κιχώτη με τον Ροσινάντε του, συνοδευόμενου από τον πιστό σύντροφο του Σάντσο Πάντζα και το Νταπλερ του.
Καθώς πλησιάζαμε τα υψώματα της Consuegra, άρχισε να προβάλει μπροστά μας μια έκπληξη: ένας τόπος όμορφος, μαγικός, με απέραντα ανοιχτά λιβάδια, με βοσκούς προβάτων και με τους εμβληματικούς γιγάντιους ανεμόμυλους—την ιστορική κληρονομιά του τόπου—να κυριαρχούν στον ορίζοντα, δεξιά και αριστερά μας. Δώδεκα όλοι όλοι. Η πανοραματική θέα ήταν συγκλονιστική. Ήταν τόσο υπέροχη που δεν την χορταίναμε. Ήταν αξέχαστη. Η ιστορία, η κουλτούρα, η φαντασία και ο μύθος αντάμωναν εδώ, στα γραφικά αυτά υψώματα, μάρτυρες της αιώνιας αναζήτησης του ανθρώπου για νόημα και ταυτότητα.
Εδώ η λογοτεχνία αιώνων ζωντάνευε μπροστά μας. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε πως αυτά που έβλεπε το μάτι μας ήταν η ιστορική πραγματικότητα και όχι μια οπτική απάτη. Πως πράγματι βρισκόμαστε στα μέρη που, τέσσερις αιώνες πριν, είχαν γίνει πηγή έμπνευσης και τόπος δράσης του αλαφροΐσκιωτου Δον Κιχώτη. Πως, όντως, πατούσαμε πάνω στη γη, τόπο καταγωγής του ονειροπόλου αλλά ευγενικού ήρωα που, από τη συνεχή ανάγνωση ιπποτικών ιστοριών και παραμυθιών, είχε χάσει το λογικό του και αποφάσισε να γίνει ο ίδιος περιπλανώμενος ιππότης.
Κάθησα σε μια μεγάλη πέτρα, αγνάντεψα για λίγο την ομορφιά του μοναδικού τοπίου και άνοιξα τον Καζαντζάκη. Το μάτι μου έπεσε πάνω σε κάτι που το είχα υπογραμμίσει στον πρόλογο: «Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις —να βλέπεις και να μη χορταίνεις—καινούρια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους κι ιδέες, και να τα βλέπεις όλα σα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά…» Τι ευτυχία!
Ρουφήξαμε την μοναδική θέα που μας περιστοίχιζε, πήραμε αμέτρητες φωτογραφίες και, ακολουθώντας τις καλοσημασμένες προσβάσεις, περπατήσαμε μέχρι την κορυφή ενός λόφου για να συναντήσουμε ένα βοσκό, που μόλις είχε κάνει την εμφάνιση του με το κοπάδι του και ένα μεγάλο μαύρο σκύλο. Τον πλησιάσαμε, βεβαιωθήκαμε ότι ο σκύλος δεν θα μας πείραζε, και συστηθήκαμε. Pedro, μας είπε, ήταν το όνομα του. Τον ρωτήσαμε αν μπορούσε να μας πει κάτι για τον τόπο του. Ο φιλικός βοσκός, λιγνός, με μαύρο μπερέ και ράβδο, χαμογέλασε και, μιλώντας ήρεμα και αργά, με την ευχάριστη καστιλιανική προφορά, είπε:
«Τί να σας πω; Η περιοχή εδώ που βλέπετε είναι φτωχή. ‘Mancha’ σημαίνει γη χωρίς νερό…άγονος τόπος. Εδώ οι καύσωνες τα καλοκαίρια είναι αβάσταχτοι. Θα το νιώσετε και ‘σείς σήμερα.»
Τον ρωτήσαμε με τι ασχολούνταν εκεί οι κάτοικοι.
«Με τη γεωργία και την κτηνοτροφία,» είπε. «Και, να ξέρετε, εδώ τρέφουμε μόνο λευκά πρόβατα, τα Manchego. Πιστεύω να το γράφουν τα βιβλία σας.»
«Πόσα πρόβατα έχει το κοπάδι σας;»
«Είκοσι δύο. Όλα λευκά. Τα βλέπετε,» είπε και σήκωσε τη ράβδο του προς την κατεύθυνση του κοπαδιού. «Και εσείς, πώς από δω;»
«Είμαστε λάτρες του Δον Κιχώτη σας!»
Ξαφνικά, αισθάνθηκα σαν να περνούσαν αστραπιαία μπροστά μας ένας μεσήλικας, ξερακιανός άνδρας, με μεγάλα λευκά γένια, καβαλάρης σε ένα κοκαλιάρικο, γέρικο άλογο και δίπλα του, πάνω σε ένα νωθρό γάιδαρο, ένας άλλος άνδρας, κοντός και παχουλός, με ένα ψάθινο καπέλο. Κουβέντιαζαν δυνατά, λες και φιλονικούσαν…
ΑΦΟΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΣΑΜΕ τον ευγενικό Señor Pedro, βαδίσαμε προς τον τελευταίο ανεμόμυλο. Στην είσοδο του διακρίναμε την επιγραφή «MOLINO SANCHO», με την πληροφορία ότι ο ανεμόμυλος, αφιερωμένος στο σύντροφο του Δον Κιχώτη, ήταν του 16ου αιώνα. Μια μικρότερη επιγραφή έλεγε: «Ice cream shop.» Είμαστε τυχεροί, είπαμε μεταξύ μας, διότι η θερμοκρασία είχε ήδη ανέβει αρκετά.
Μπήκαμε, αγοράσαμε τα παγωτά μας, καθήσαμε να ξεκουραστούμε λίγο και ανοίξαμε τους οδηγούς μας να διαβάσουμε κάτι ακόμα για την γραφική περιοχή και τον ανεμόμυλο. Το δικό μου μυαλό ήταν στον Θερβάντες, το αθάνατο μυθιστόρημα του και την άτυχη ζωή του.
Είχα διαβάσει, όταν ήμουν νέος, τον «Δον Κιχώτη». Αν και απελπιστικά πολυσέλιδος (άγγιζε τις χίλιες τριακόσιες σελίδες), μου ήταν απόλυτα ευχάριστος. Γραμμένος με απλότητα, άψογη περιγραφή, τρόπο γλαφυρό, συμπαθητικούς ήρωες και ανελέητο αλλά ευγενικό χιούμορ βαπτισμένο σε αξίες, μου κρατούσε συνεχώς το ενδιαφέρον. Και μερικοί τίτλοι των κεφαλαίων ακόμα με έκαναν να χαμογελάω.
Δεν ξέρω γιατί, αλλά ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει ο στρουμπουλός Σάντσο Πάντσα, ο καλοκάγαθος αλλά ευκολόπιστος αγρότης, η κωμική φιγούρα με λαϊκή σοφία επιβίωσης, που, από τα πολλά που του είχε υποσχεθεί ο λωλός γείτονας του, έμεινε σύμφωνος και τον ακολούθησε σαν ιπποκόμος, αφήνοντας πίσω στο χωριό τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Χαμογελούσε συχνά και, κάθε φορά που άνοιγε το στόμα του να πει κάτι, με έκανε να γελάω.
ΟΣΟ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟ και αν ήταν το βιβλίο του, τόσο προβληματική ήταν η ζωή του Θερβάντες, και ας ήταν πολύ μορφωμένος και από τους μεγαλύτερους της εποχής του. Αν και τίμιος και γενναίος, με καλοσύνη και οι ευγενικούς τρόπους, που άμεσα κέρδιζαν τον σεβασμό όλων, πέρασε μια πολυτάραχη ζωή, γεμάτη οδύνη και φουρτούνα. Όποια δουλειά και να έκανε, όποια πρωτοβουλία και να έπαιρνε, είχε άσχημη κατάληξη. Η απογοήτευση τον περίμενε πιστά στη γωνία του δρόμου.
Ως γενναίος δεκανέας του ευρωπαϊκού στόλου το 1571, στην κοσμοϊστορική Ναυμαχία της Ναυπάκτου, την πρώτη σημαντική ήττα του στόλου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (που ήταν σχεδόν αήττητος έως τότε), τραυματίστηκε και έχασε τη χρήση του αριστερού χεριού του. Αργότερα, πνιγμένος σε οικονομικά χρέη, παρά την επιτυχία που έχαιραν τα θεατρικά του έργα, βρέθηκε στη φυλακή, όπου και άρχισε να γράφει τον «Δον Κιχώτη», το κορυφαίο συγγραφικό πονήμα του, που είδε το φως της δημοσιότητας το 1605.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος πέθανε από διαβήτη (αθεράπευτος τότε), φτωχός, στα 68 χρόνια του. Ίσως γνώριζε ότι το έργο του ήταν ένα πειραματικό λογοτέχνημα, πολύ μπροστά από την εποχή του. Όμως, θα είχε σκεφτεί ότι, με την ιστορία του ιππότη που ήθελε να σώσει τον κόσμο, είχε επινοήσει έναν τρόπο λογοτεχνικής γραφής που θα άλλαζε τον κόσμο; Θα είχε φανταστεί πως οι κριτικοί θα τον θεωρούσαν κάποτε ως τον σημαντικότερο συγγραφέα στην ισπανική γλώσσα και έναν από τους πιο προικισμένους λογοτέχνες παγκοσμίως; Πως το βιβλίο του, το «πρωτομυθιστόρημα», θα θεμελίωνε το μοντέρνο μυθιστόρημα, θα εκδιδόταν συνεχώς και θα μεταφραζόταν σε 60 περίπου γλώσσες;
ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ανεμόμυλους της Consuegra, επισκεφτήκαμε το όμορφο χωριό Toboso, όπου κάποτε ζούσε η νεαρή Δουλτσινέα, η όμορφη μούσα του, ευγενική και έξυπνη, με γαλανά μάτια και πολύ μακριά μαλλιά, με την οποία ήταν τρελά ερωτευμένος και την οποία είχε σκοπό να σώσει από κακά μάγια. Η κοπέλα, όμως, ούτε γνώριζε για την αγάπη που έτρεφε για αυτήν ο Δον Κιχώτης, ούτε τον είχε δει ποτέ και ούτε μαγεμένη ήταν. Το σπίτι της, στην Οδό Δον Κιχώτη και λίγα βήματα από την κύρια πλατεία, το βρήκαμε μουσείο, σχεδιασμένο σαν ένα αγροτικό σπίτι της εποχής, με διάφορα αντικείμενα και εργαλεία που χρησιμοποιούσαν τότε οι κάτοικοι.
Όταν βγαίναμε από το σπίτι της, μια μεγάλη πομπή παραδοσιακού γάμου, με εντυπωσιακές τοπικές στολές και τρομπέτες, πέρασε μπροστά μας, δίπλα από το «Μνημείο Δον Κιχώτη και Δουλτσινεας,» συμπληρώνοντας έτσι τις όμορφες εντυπώσεις μας από την περιοχή.
Πριν πάρουμε το τρένο και γυρίσουμε στη Μαδρίτη, για να παρακολουθήσουμε τη βραδινή θεατρική παράσταση «El Hombre de la Mancha», μπήκαμε σε ένα τοπικό εστιατόριο, το Restaurante Dulcinea de El Toboso, στη γειτονιά της Δουλτσινέας, για να γευματίσουμε. Όταν δώσαμε την παραγγελία, «Cordero Lechal» (αρνάκι γάλακτος ψητό φούρνου), ο σερβιτόρος, ένας ευχάριστος τύπος πάτερ φαμίλιας, μας ρώτησε από πού είμαστε, και είπαμε από την Ελλάδα, για πρώτη φορά επισκέπτες στην όμορφη χώρα του.
«Griegos! Griegos!» ξεφώνησε, χαμογελώντας, λες και είμασταν ξαδέρφια του από τα ξένα που τώρα τα πρωτογνώριζε και τα καλωσόριζε στον τόπο του. Μας ρώτησε αν είχαμε δοκιμάσει το τυρί Queso Manchego, χαρακτηριστικό της περιοχής.
Δεν είχαμε.
Έφυγε και σε λίγο γύρισε με ένα μικρό ασημένιο δίσκο με δύο μεγάλα κομμάτια τυριού με χρώμα κεχριμπαριού και μας είπε ότι ήταν φιλοδώρημα του καταστήματος. Το Queso Manchego, είπε, είναι το πιο διάσημο ισπανικό τυρί και παρασκευάζεται αποκλειστικά από νωπό γάλα λευκών προβατίνων της ράτσας Manchego που βρίσκονται μόνο στην περιοχή.
Τον ευχαριστήσαμε.
Το τυρί, ημίσκληρο, ελαφρά αλατισμένο, με γεύση βουτυρώδη και μοναδικό άρωμα, ήταν υπέροχο. Τότε θυμήθηκα πως Manchego έτρωγε και ο Δον Κιχώτης στο περιπετειώδες ταξίδι του. Κάτι ήξερε αυτός, σκέφτηκα, κι ας ήταν θεότρελος. Ήρθε και το ψητό αρνάκι, που ήταν γευστικότατο. Για γλυκό η φρούτο δεν υπήρχε ούτε χώρος ούτε χρόνος.
Πληρώσαμε, αφήσαμε ένα καλό πουρμπουάρ για τον ευγενέστατο σερβιτόρο μας, βγήκαμε απόλυτα ευχαριστημένοι από το φιλόξενο μέρος και τρέξαμε για το σταθμό του τρένου, λίγα τετράγωνα πιο πέρα.
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Συγγραφέας του βραβευμένου «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)