Home ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ Στο Σπήλαιο Της Αλταμίρα: Mirabile Visu

Στο Σπήλαιο Της Αλταμίρα: Mirabile Visu

«Μερικοί πύργοι μας έκαναν να νιώθουμε σαν να βρισκόμασταν στη Μέσα Μάνη...»

Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης

        ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗΝ Ελλάδα, η ευρωπαϊκή χώρα που η σύζυγος μου και εγώ πολύ αγαπήσαμε ήταν η Ισπανία. Σε διακοπές στο Σανταντέρ ένα καλοκαίρι, αποφασίσαμε να περάσουμε μια μέρα στην μεσαιωνικη κωμόπολη Σαντιγιάνα ντελ Μαρ, μιάμιση ώρα με το λεωφορείο, για να γιορτάσουμε την επέτειο του γάμου μας και να δούμε το σπήλαιο της Αλταμίρα, γνωστό ως «Καπέλα Σιξτίνα της προϊστορικής τέχνης». Εκεί είχε εντοπιστεί το 1869, για πρώτη φορά στην ιστορία, η παλαιολιθική τέχνη των σπηλαίων, το πρώτο επίτευγμα δημιουργικότητας αποκλειστικά για το είδος μας, τον Homo sapiens.

        ΚΑΘΩΣ ΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ πλησίαζε στον προορισμό μας, ένα ποιμενικό τοπίο ανοιγόταν μπροστά μας, με αγελάδες να βόσκουν στην ύπαιθρο κάτω από ένα καταγάλανο ουρανό, και σύντομα η γραφική Σαντιγιάνα ντελ Μαρ, πλούσια σε κληρονομιά τέχνης και αρχιτεκτονικής, απλώθηκε ελκυστικά γύρω μας.  

        Φτάνοντας, λίγο πριν τις δώδεκα, αντικρίσαμε μια κοσμοθάλασσα τουριστών που τριγυρνούσαν αμέριμνα στους δρόμους της πόλης. Αρχίσαμε να ανησυχούμε. Δεν είχαμε κάνει κράτηση σε ξενοδοχείο, νομίζοντας ότι δεν ήταν απαραίτητη στη μικρή πόλη, και τώρα αναρωτιόμασταν αν θα μπορούσαμε να βρούμε κατάλυμα. 

        Σύροντας βιαστικά τις αποσκευές μας, παρουσιαστήκαμε στο γραφείο κρατήσεων του ξενώνα Parador de Santillana Gil Blas, που στεγαζόταν σε κτίριο του 16ου αιώνα, τότε θερινή κατοικία πλούσιας οικογένειας. Βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και θεωρείτο καλή επιλογή. Η νεαρή υπάλληλος μας ενημέρωσε ότι δεν υπήρχαν δωμάτια ούτε στο ξενοδοχείο τους ούτε σε άλλο στην πόλη. Τα χάσαμε. Κοιταζόμασταν ο ένας τον άλλον αμήχανοι.

        Μιλώντας στα ισπανικά, είπα ότι ήμασταν Έλληνες λάτρεις της Ισπανίας και είχαμε επιλέξει την πόλη για να γιορτάσουμε την επέτειο του γάμου μας και να δούμε το σπήλαιο, μένοντας σε Parador, όπως συνηθίζαμε στα ταξίδια μας στην Ισπανία. Η ευγενική υπάλληλος κράτησε τα ονόματά μας, είπε να αφήσουμε τις αποσκευές μας μαζί της, να πάμε για έναν καφέ και να επιστρέψουμε σε περίπου δυο ώρες, όταν θα ήταν εκεί ο διευθυντής του ξενώνα.

        Παρατήρησα την έκφραση στο πρόσωπο της νεαρής υπαλλήλου καθώς έδινε την απόδειξη αποσκευών στη σύζυγο μου. Ήταν σαν να έλεγε, και να το ένιωθε: «Ειλικρινά, λυπούμαι πολύ, κυρία μου!» Ρωτήσαμε αν γνώριζε ποια ώρα έφευγε το τελευταίο λεωφορείο για Σανταντέρ, και μας είπε στις τρεις. Αρκετά ανήσυχοι, ευχαριστήσαμε την υπάλληλο και φύγαμε.

        Ο ΚΑΦΕΣ, Ο πρώτος της ημέρας, ήταν ευχάριστος—και χαλαρός όσο μπορούσε. 

        «Γιατί άραγε αυτό το Gil Blas στον τίτλο του ξενώνα;» με ρώτησε η σύζυγος μου, κοιτάζοντας την απόδειξη των αποσκευών.

        «Ήταν ήρωας ενός μυθιστορήματος του είδους πικαρέσκο του 18ου αιώνα, γεμάτο περιπέτεια. Είχε γεννηθεί εδώ στην πόλη.»

        «Τώρα αρχίζει η δίκη μας περιπέτεια!» 

        «Να μη το σκεφτόμαστε.»

        Πληρώσαμε για τον καφέ και φύγαμε για μια βόλτα στο κέντρο της πόλης.

        Η απολαυστικά μεσαιωνική και όμορφα διατηρημένη Σαντιγιάνα ντελ Μαρ, πεζοδρομημένη από άκρη σε άκρη, ακτινοβολούσε ιστορία από τον πυρήνα της—και ήταν γαλήνια, ιδανική για περπάτημα. Λουλούδια σε μπαλκόνια και στέγαστρα πιτσίλιζαν το βερμίλιο και κίτρινο χρώμα τους. Βουκαμβίλιες, στριμωγμένες γύρω από σιδερένιες πύλες, οδηγούσαν σε όμορφους κήπους και γωνιές δρόμων έσταζαν από απερίγραπτη γοητεία. Όπου και να κοιτούσαμε, η πόλη ήταν μια γιορτή για το μάτι.

«Ο καφές ήταν ευχάριστος—και χαλαρός όσο μπορούσε…»

         Στην καρδιά της πόλης, η εκκλησία της Αγίας Ιουλιανής, ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ρομανικά μνημεία της περιοχής του 12ου αιώνα, με βυζαντινό Παντοκράτορα στην είσοδο της, στεκόταν πανηγυρικά ως ένα από τα ανεκτίμητα κοσμήματα της. (Το όνομα της Αγίας έφερε η πόλη, με παραλλαγή.)

        Άψογα διατηρημένοι, αλλά ακατοίκητοι, αμυντικοί πύργοι και αρχοντικά (μερικά του 9ου αιώνα) από κίτρινο λαξευτό ψαμμίτη ή ογκώδη ακατέργαστη πέτρα και με οικόσημα στις προσόψεις τους που δήλωναν την αρχοντιά τους, περιστοίχιζαν τα στενά λιθόστρωτα δρομάκια και λαμπύριζαν στον ήλιο. Μερικοί πύργοι μας έκαναν να νιώθουμε σαν να βρισκόμασταν στη Μέσα Μάνη. Η Σαντιγιάνα ντελ Μαρ ήταν αναμφίβολα μια από τις πιο όμορφες μικρές Ισπανικές πόλεις που είχαμε δει. Γοητευτική και αυθεντική.

        Για πάνω από χίλια χρόνια πριν ανακαλυφθεί το σπήλαιο, η Σαντιγιάνα ντελ Μαρ ήταν ένα ωραίο χωριό. Στους μεσαιωνικούς χρόνους, ως σημαντικό κέντρο διοίκησης και εμπορίου, προσέλκυε τους πλούσιους και τους ισχυρούς, οι οποίοι δημιούργησαν τεράστιες περιουσίες εμπορευόμενοι μαλλί, γαλακτοκομικά προϊόντα και λινά. Πλούτισαν τόσο πολύ που μέχρι το 1600 σχεδόν όλοι θεωρούνταν «ευγενείς».

        ΟΤΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΜΕ στο ξενοδοχείο, ο διευθυντής, ένας υψηλός, λεπτός, άψογα ντυμένος αληθινός καμπαλέρο γύρω στα πενήντα, στεκόμενος πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν, μας καλωσόρισε μ’ ένα πηγαίο χαμόγελο και μας ευχαρίστησε που επιλέξαμε να μείνουμε στον ξενώνα τους, προσθέτοντας: «Οι αποσκευές σας έχουν ήδη μεταφερθεί στο δωμάτιό σας και ιδού τα κλειδιά σας. Πληρώνετε με μετρητά ή με κάρτα;»

        Εντελώς έκπληκτοι, τον ευχαριστήσαμε με τον καλύτερο τρόπο που ξέραμε, πληρώσαμε και προχωρήσαμε για το δωμάτιό μας. Εγώ, προσωπικά αναρωτιόμουν αν είχε γίνει κάποιο λάθος.

        Ανοίγοντας την πόρτα, είδαμε πως το «δωμάτιο» ήταν στην πραγματικότητα μια σουίτα με βαριά ξύλινα δοκάρια και έπιπλα αντίκες. Πάνω σ’ ένα κεντρικό τραπεζάκι με σκαλισμένα χερουβείμ στεκόταν μια μεγάλη ανθοδέσμη από φρεσκοκομμένα πολύχρωμα λουλούδια με χειρόγραφη κάρτα (στα ισπανικά) που έλεγε: «Συγχαρητήρια και καλή παραμονή στην πόλη μας!» Όταν ανοίξαμε ένα παράθυρο, άλλη έκπληξη μας κοίταζε επίμονα με μεγάλα λαμπερά μάτια: δυο αγελάδες, σ’ ένα βοσκότοπο πίσω από τον ξενώνα, έστελναν το καλωσόρισμά τους με χαμηλόφωνα μουγκρίσματα.

        Τηλεφώνησα και ευχαρίστησα τον διευθυντή, και εκείνος είπε, απλά, επαγγελματικά και με έκδηλο duende (ντουέντε): «Είναι χαρά μας να σας έχουμε πελάτες μας!»

        Απίστευτο!  Όχι τόσο γιατί τα χρήματα που είχαμε πληρώσει ήταν ό,τι κόστιζε ένα απλό δωμάτιο σε ξενοδοχείο της ίδιας κατηγορίας στην Ισπανία, όσο για την κατανόηση ενός ξένου ανθρώπου που βοήθησε ώστε αυτή η επέτειος του γάμου μας να μείνει αξέχαστη.

        ΧΑΛΑΡΩΜΕΝΟΙ, ΑΦΟΥ με την παραδειγματική αφοσίωση στην εξυπηρέτηση του πελάτη του ευγενέστατου ιππότη, είχε αποσοβηθεί η κρίση απελπισίας, ρωτήσαμε για το σπήλαιο, που τώρα, ως εκ θαύματος, θα μπορούσαμε να δούμε. Όταν μάθαμε ότι βρισκόταν σ’ ένα λόφο περίπου τέσσερα χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης, με την πιθανότητα να εμφανιστεί ένα ανεπιθύμητο ζώο στο δρόμο μας, φύγαμε με μια αυτοσχέδια ποιμενική ράβδο στο χέρι.

        Ανηφορίζοντας πάνω σ’ ένα μονοπάτι, φτάσαμε στο σπήλαιο χωρίς πρόβλημα και, μαζί με μια ομάδα άλλων επισκεπτών, μπήκαμε από το μικρό στόμιο του, μ’ ένα οδηγό να ηγείται. Πάντα θέλαμε να δούμε αυτό το σπήλαιο, και τώρα το όνειρό μας γινόταν πραγματικότητα.

«Ζώα, στάσιμα ή σε κίνηση, τα περισσότερα σ’ ένα ζωηρό δίχρωμο κόκκινο και μαύρο, ήταν το κυρίαρχο θέμα της γκαλερί…»

        Το σπήλαιο μας προξένησε τέτοιο δέος που μας άφησε με ανοιχτό το στόμα. Ποτέ δεν περιμέναμε να δούμε κάτι σαν αυτό που παρουσιαζόταν μπροστά στα περίεργα μάτια μας, καθώς στεκόμασταν στον μεγαλύτερο θάλαμο του σπηλαίου, με μια εκθαμβωτική γκαλερί ζωγραφικής στους τοίχους και την οροφή. Βρισκόμενοι πρόσωπο με πρόσωπο με άψογη τέχνη που είχε δημιουργηθεί από τους προγόνους μας Homo sapiens δεκάδες χιλιάδες χρόνια πριν, ζούσαμε μια από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μας.

        Ζώα, στάσιμα ή σε κίνηση, τα περισσότερα σ’ ένα ζωηρό δίχρωμο κόκκινο και μαύρο, ήταν το κυρίαρχο θέμα της γκαλερί. Βίσονες, άλογα και ελάφια παρέλαυναν μπροστά μας. Ένα ελάφι είχε χτυπηθεί από βέλος. Ακόμα και σκηνές κυνηγιού ήταν απεικονισμένες. Η οροφή του σπηλαίου ήταν ένας φαρδύς καμβάς στον οποίο οι καλλιτέχνες είχαν αποτυπώσει τις εικόνες των σημαντικών ενδιαφερόντων τους, με το κυνήγι στη βάση της ύπαρξής τους. 

        Το σπήλαιο, μας είπε ο οδηγός, είχε χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα, με τους καλλιτέχνες κάθε φορά είτε να σέβονται τις υπάρχουσες απεικονίσεις είτε να προσθέτουν κάτι και να τις χρησιμοποιούν σε νέες φιγούρες. Αυτοί που ζωγράφισαν στο σπήλαιο, είπε, είχαν αξιοσημείωτη αυτοπεποίθηση, αποτέλεσμα εξάσκησης, και ότι οι άνθρωποι που ζούσαν εδώ κατοικούσαν μόνο στον θάλαμο εισόδου, με την αίθουσα των πινάκων, όπου βρισκόμασταν, να χρησιμοποιείται μόνο για σχέδιο, ζωγραφική και χάραξη ζώων και για τον εορτασμό σχετικών τελετουργιών που έκαναν δυνατή την ύπαρξη των κατοίκων.

        Οι πίνακες, πρόσθεσε ο οδηγός, είχαν πρώτα σκιαγραφηθεί με μαύρο χρώμα, πριν δημιουργηθούν με φυσικές χρωστικές ουσίες όπως η ώχρα και το κάρβουνο, και ήταν πάνω των 13.000 ετών. Πώς μπορούσαν οι άνθρωποι να ζωγραφίζουν τόσο βιρτουόζικα αμέτρητους αιώνες πριν; Ο τρωγλοδύτης άνθρωπος ήταν ταλαντούχος ζωγράφος;

        Κατηφορίζοντας από το λόφο, συναντήσαμε ένα γηραιό βοσκό μ’ ένα μικρό κοπάδι λευκών προβάτων που έβοσκαν κάτω από τον λαμπρό ισπανικό ήλιο σε μια πλαγιά με βοσκοτόπια, ταπεινά οικογενειακά αγροκτήματα. Τον χαιρετίσαμε και μας απάντησε πολύ φιλικά. 

        ΣΤΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ για γυρισμό στο Σανταντέρ την επόμενη μέρα, ακούγοντας μια κυρία που έδειχνε στο σύζυγο της μια ελαιογραφία της περιοχής που είχε αγοράσει και του έλεγε πού θα την έβαλε για να διακοσμήσει το σπίτι τους, σκέφτηκα:

        Σκέφτηκα τη δημιουργική παρόρμηση του Homo sapiens, αποτυπωμένη στις θαυμαστές προϊστορικές σπηλαιογραφίες του, την πιο πρώιμη ολοκληρωμένη τέχνη της ανθρωπότητας, την αρχαιότερη που γνωρίζουμε—την τέχνη των κυνηγών και της φύσης.

        Αντιλήφθηκε ο Homo sapiens ανώτερα στοιχεία από αυτόν, αναγνώρισε δυνάμεις που κυριαρχούσαν στο Σύμπαν, αλλά και μέσα του, και ένιωσε την ανάγκη να εξωτερικεύσει αυτόν τον χείμαρρο αισθημάτων που τον πλημμύριζαν με σχέδιο και ζωγραφική.

        Αυτοί οι Homo sapiens, οι τρωγλοδύτες, είχαν πολιτισμό. Έβρισκαν χρόνο για καλλιτεχνικές δεξιότητες και με την τέχνη στόλιζαν τις κατοικίες τους, τα σπηλαία, για να δώσουν νόημα στο περιβάλλον τους, να εκφραστούν πολιτισμικά και να επικοινωνήσουν με άλλους, παρά τις τόσο αντίξοες συνθήκες της ύπαρξής τους. Mirabile dictu!

Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης

Συγγραφέας του βραβευμένου βιογραφικού μυθιστορήματος «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)
Www.MyArcadiaBooks.Com