Home ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ Βλέποντας ζωές να αλλάζουν

Βλέποντας ζωές να αλλάζουν

«Την επόμενη επίσκεψη, μου έφερε κι ένα σκίτσο που είχε εμπνευστεί από την όλη εμπειρία. Με αγκάλιασε. Έφυγε.»

Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης  

          ΥΠΑΡΧΟΥΝ επαγγέλματα που οικοδομούν σπίτια, άλλα που θεμελιώνουν πόλεις. Επαγγέλματα που σμιλεύουν την ύλη και άλλα που φτιάχνουν θεσμούς, δομές, πολιτείες. Κι έπειτα, υπάρχουν εκείνα που, σιωπηλά και αθέατα, ανοικοδομούν ανθρώπους.
          Ο κλινικός ψυχολόγος δεν κρατά σφυρί ούτε νυστέρι. Ακούει και παρατηρεί, συμπονά και συνυπάρχει—πολλές φορές χωρίς να μιλά. Είναι η ηχώ της φωνής που είχε σβήσει. Ο καθρέφτης που ξαναδίνει μορφή στο θρυμματισμένο «είμαι». Είναι ο ανεκτίμητος φίλος.
          Όσα ακολουθούν είναι ιστορίες αυθεντικές. Σπαράγματα από τη ζωή μου μέσα και δίπλα στους άλλους. Παρουσίες που με διαμόρφωσαν όσο κι εγώ εκείνες. Γιατί στο τέλος, αυτός που ακούει αλλάζει εξίσου, αν όχι περισσότερο, από εκείνον που μιλά.
          Τις προάλλες, θυμήθηκα ένα περιστατικό, μια προσωπική στιγμή, από πολλά χρόνια πίσω—τότε που δίδασκα δυο μαθήματα ψυχολογίας σ’ ένα κολλέγιο. Ήταν καλοκαίρι και γύριζα από το τοπικό ταχυδρομείο. Μια μέρα όπως τόσες άλλες. Στην αναμονή ενός κόκκινου φαναριού, κοιτάζοντας αφηρημένα τον καθρέφτη του αυτοκινήτου μου, είδα έναν νεαρό να κατεβαίνει βιαστικά από το αυτοκίνητο πίσω μου. Πλησίασε με γρήγορο βήμα και φώναξε δυνατά: «Καθηγητά! Καθηγητά!»
          Κάποιος γνωστός θα είναι, σκέφτηκα και κατέβασα το παράθυρο. «Εσείς είστε! Το ήξερα! Σας αναγνώρισα! Ήμουν στην τάξη σας πέρυσι. Ήταν το καλύτερο μάθημα που πήρα ποτέ. Ήθελα μόνο να σας χαιρετίσω.»
          Μ’ ένα χαμόγελο ανταλλάξαμε δυο λόγια και εκείνος, σχεδόν χοροπηδώντας, γύρισε στο αυτοκίνητό του, ακριβώς πριν το φανάρι γίνει πράσινο. Δεν ήταν από τους αριστούχους, αλλά ήταν φωτεινός. Η παρουσία του στην τάξη ξεχώριζε για τις ζωντανές ερωτήσεις του, για το ενδιαφέρον του να μάθει. Τρανό παράδειγμα του: Όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, ο δάσκαλος εμφανίζεται.
          ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ανάμνηση να με συνοδεύει, θέλησα να γράψω για την πορεία μου στο πλευρό ανθρώπων που αναζητούσαν μια χαραμάδα φωτός. Για το επάγγελμα του κλινικού ψυχολόγου.
          Στα τριάντα χρόνια που πέρασα στο πεδίο αυτό, είχα την τύχη να έρθω σε επαφή μ’ ένα τεράστιο φάσμα ανθρώπων, προβλημάτων και ιστοριών ζωής. Να σταθώ δίπλα σε ζωές εύθραυστες, σε βλέμματα που ζητούσαν φως, σε ψυχές πληγωμένες. Κάθε ψυχή μοναδική. Κάθε ζωή ιερή.
          Η ψυχοθεραπεία δεν είναι επισκευή, είναι συνδημιουργία. Ο ψυχολόγος δεν χτίζει τον άλλον εξ αρχής. Του θυμίζει ποιος υπήρξε, ποιος είναι, ποιος μπορεί να γίνει. Η θεραπευτική σχέση είναι συνοδοιπορία. Είναι σαν μια αμοιβαία άσκηση εμπιστοσύνης πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Μια τρυφερή, αλλά δυναμική ύφανση μεταξύ δύο ανθρώπων. Είναι σχέση μοναδική. Και το θαύμα που προκύπτει από την αναμέτρηση των ψυχών δεν παύει ποτέ να με συγκινεί.

«Λάτρης του «Χόμπιτ» του Τόλκιν, γελαστός, λίγο φλύαρος.»


          Ο ψυχολόγος δεν “θεραπεύει” απλώς. Στέκεται δίπλα στον άνθρωπο που ζητά βοήθεια για να ζήσει πιο ευτυχισμένα. Είναι εκεί φωτεινός, όταν μπορεί, σιωπηλός όταν η σιωπή είναι πιο θεραπευτική από κάθε λόγο. Κρατά όταν οι άλλοι λυγίζουν. Δεν προσφέρει λύσεις, αλλά παρουσία. Είναι ο έμπιστος σύντροφος μιας ανάβασης. Ο αυθεντικός μάρτυρας μιας ζωής που αλλάζει. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανταμοιβή.
          Εικόνες από πολλές τέτοιες αλλαγές έχουν βαθιά χαραχτεί στη μνήμη μου. Αναλογίζομαι τον καθηγητή οικονομικών, τον οποίο η φοβία της έδρας είχε κρατήσει μακριά από την τάξη του. Κι όμως, μετά από έξι μήνες, επέστρεψε όχι μόνο στα αμφιθέατρα, αλλά και στον εαυτό του.
          Θυμάμαι τη γυναίκα που, ύστερα από ένα σκληρό διαζύγιο και μια κατάθλιψη που της αφαίρεσε την αυτοφροντίδα, βρέθηκε πίσω στο πατρικό της με τα δυο μικρά παιδιά της, ανίκανη να ζήσει μόνη της. Έχω κρατήσει στην καρδιά μου τα λόγια της από την τελευταία μας συνεδρία. Με έκδηλη την αναθεωρημένη αυτοεκτίμηση της, με κοίταζε με μάτια γεμάτα ζωή καθώς μιλούσε: «Δεν ξέρω πώς το κάνατε, αλλά νιώθω ξανά γυναίκα. Νέος άνθρωπος…Σας ευχαριστώ πολύ.»
          Θυμάμαι τον δεκαπεντάχρονο Sean. Ο ευφυής, μα ταραγμένος νεαρός, είχε αποβληθεί για δέκα μέρες από καθολικό λύκειο λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, με άλλους συμμαθητές, προς τον προπονητή της ομάδας football.
        Ήρθε στο γραφείο συνοδευόμενος από τους γονείς του. Με καχυποψία στην αρχή, αλλά έμεινε—και δεν άργησε να αλλάζει. Να ανθίζει. Οι γονείς του γρήγορα μου εξέφρασαν πλήρη εμπιστοσύνη και παρατήρησαν θετικές αλλαγές. Χάρηκαν που γύρισε γρήγορα στο σχολείο. Ευθύς ως γιόρτασε τα 16 του, του επέτρεψαν να οδηγεί το αυτοκίνητο τους και να έρχεται μόνος του στο γραφείο—απόσταση περίπου 80 χιλιομέτρων.
        Σε μια επίσκεψη, ο Sean μου είπε: «Την περασμένη Κυριακή, είχαμε Confirmation στην εκκλησία μας. Όταν ο ιερέας με ρώτησε τι όνομα Αγίου ήθελα να πάρω, είπα ‘Δημήτριος’.»
        «Γιατί αυτό το όνομα;» ρώτησα.
        «Είναι το όνομα του πατέρα σας, σωστά;» (Κάποια μέρα, βλέποντας το δίπλωμα μου στον τοίχο, με είχε ρωτήσει τι σημαίνει το “Δ.” στο όνομα μου.)
         Πέρασαν περίπου οχτώ χρόνια. Μια Παρασκευή απόγευμα, ο Sean εμφανίστηκε στο γραφείο: «Συγγνώμη που δεν τηλεφώνησα… Βρισκόμουν στην περιοχή και ήθελα μόνο να σας δω για λίγο και να σας πω: Τελείωσα και κολέγιο. Είμαι τώρα διευθυντής περιοχής σε μια μικρή βιομηχανική εταιρεία. Παντρεύτηκα μια κοπέλα που γνώρισα στην εκκλησία. Σας σκέφτομαι κάθε μέρα. Σας ευχαριστώ.» Μου έσφιξε το χέρι.
          Πώς να ζυγίσεις τέτοιες στιγμές; Πώς να τις αποτιμήσεις;
          Κι αν υπάρχει ιστορία που δεν μπορώ να ξεχάσω, είναι αυτή του Μάρκου. Η πιο εύθραυστη. Η πιο βαθιά. Έφηβος, διαγνωσμένος με ειδικές ανάγκες. Με δείκτη νοημοσύνης στα 68. Μοναχογιός λατρεμένος μιας ευγενικής, μόνης μητέρας. Λάτρης του «Χόμπιτ» του Τόλκιν, γελαστός, λίγο φλύαρος. Ταλαντούχος στη γελοιογραφία και με καρδιά καθαρή σαν παιδικό σχέδιο. Μια σπίθα ξεπήδησε από την δεύτερη συνεδρία μας—αρχή μιας ζωντανής θεραπευτικής σχέσης. Σε κάθε συνεδρία μετά, έφτανε πάντα με την ίδια σπίθα στο βλέμμα.
         Τότε ακόμα κάπνιζα, και δεν του ξέφυγε: «Γιατί καπνίζετε; Δεν ξέρετε ότι…ότι και η …πίπα κάνει κακό;» Με κοιτούσε σαν να κρατούσα στα χέρια μου όχι απλώς τη δική μου υγεία, αλλά και τη δική του ελπίδα. Δεν περίμενα τέτοια ερώτηση. «Έχεις δίκιο, Μάρκο. Θα προσπαθήσω.»
         Ήταν το 1981. Εγώ προσπαθούσα. Ειλικρινά. Για βδομαδες. Αλλά δεν τα κατάφερνα. (Ούτε η Brooke Shields, που εμφανιζόταν στην τηλεόραση σε καμπάνια κατά του καπνίσματος κάθε τόσο, βοηθούσε.) Και ο Μάρκος δεν μου το συγχώρησε να ξεχάσω. Με ρωτούσε σε κάθε επίσκεψη. Κάποια στιγμή, μου είπε: «Μα εσείς είστε …ο καλύτερος φίλος μου…Αν …αν πάθετε κάτι… εγώ τι θα κάνω;» Το βλέμμα του σκοτείνιασε.
         Από εκείνη τη στιγμή, έγινε δάσκαλος μου. Όχι επειδή ήθελε να με διορθώσει, αλλά γιατί εδειξε γνήσιο ενδιαφέρον για μένα. Γιατί με αγαπούσε μ’ εκείνη την καθαρότητα που μόνο οι πιο αθώοι γνωρίζουν.
         Μια μέρα, βρέθηκα καλεσμένος στο σχολείο του, να μιλήσω για την ψυχολογική στήριξη των μαθητών με ειδικές ανάγκες. Χάρηκε όταν με είδε. Μετά την ομιλία, με τράβηξε από το χέρι, με έφερε κοντά στη δασκάλα του και, κοιτάζοντας την με τα λαμπερά μάτια του, της είπε: «Ο καλύτερος φίλος μου!» Την επόμενη επίσκεψη, μου έφερε κι ένα σκίτσο που είχε εμπνευστεί από την όλη εμπειρία. Με αγκάλιασε.
          Ήρθε το καλοκαίρι. Την Ημέρα Ανεξαρτησίας της Αμερικής, κατάφερα τελικά να κόψω το κάπνισμα. Μα ο Μάρκος σταμάτησε να έρχεται. Για τρεις εβδομάδες. Δεν ήξερα γιατί. Μέχρι που ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν η μητέρα του.
         «Ήθελα να σας το πω η ίδια. Είχαμε ένα ατύχημα…Ο Μάρκος πνίγηκε στη Φλόριντα. Κάναμε λίγες διακοπές…Σας αγαπούσε πολύ…Δεν ήθελα να το μάθετε τυχαία.» Μου κόπηκε η ανάσα.
         Έκτοτε, ο Μάρκος ζει μέσα μου. Στη σιωπή της απώλειας και στο βάθος της μνήμης. Σαν μια εικόνα, μια φωνή, ένα βλέμμα. Καμία χρονιά δεν πέρασε που να μην τον σκεφτώ. Να τον έβλεπα και να του έλεγα πως είχα καταφέρει να κόψω το κάπνισμα και να τον ευχαριστούσα! Ω, ναι, και να του έλεγα πως το σκίτσο του μου χαμογελά ακόμα από τον τοίχο του γραφείου μου!
          ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ κλινικού ψυχολόγου, σε τελική ανάλυση, δεν έχει να κάνει με θεωρίες ή μεθόδους. Έχει να κάνει με πρόσωπα. Με τη γυναίκα που ξαναγεννήθηκε. Τον Sean. Τον Μάρκο που έφυγε, μα δεν έσβησε.
          Μαθαίνεις, κάποτε, πως δεν αλλάζεις τον κόσμο με άχρηστα διδακτορικά στον τοίχο. Τον αλλάζεις μια ματιά, μια σιωπή, μια μικρή πράξη ελπίδας κάθε φορά. Μ’ ένα άγγιγμα. Μια χειρονομία συντροφικότητας, μια σιωπή που λέει: «Είμαι εδώ. Δεν είσαι μόνος.» Κι αν είσαι τυχερός, μια φωνή θα σου πει μια μέρα: «Σας θυμάμαι…Με βοηθήσατε να ζήσω ευτυχισμένος.» Και αυτό, ίσως, να είναι το πιο πολύτιμο δώρο για μια ολόκληρη ζωή.

© Δρ. Νίκος Δ. Κοκκώνης

Συγγραφέας του βραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών «Arcadia, My Arcadia» (άψογα μεταφρασμένο ως «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου») και του επίσης εξαιρετικά επαινεμένου, με έντονο ουμανισμό και ζωηρή γλώσσα, «Out of Arcadia.»  Www.MyArcadiaBooks.Com

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here