ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ – της Ματίνας Δεμελή
“Ξενιτεμένων Ιστορίες” είναι ο τίτλος μιας σειράς εκδηλώσεων που διοργανώνει η Χιακή Ομοσπονδία με σκοπό να τιμήσει τους Έλληνες ξενιτεμένους. Προσωπικές ιστορίες Ελλήνων που μετανάστευσαν στην Αμερική, δεκαετίες πριν και έφτασαν στο Έλις Άιλαντ αναζητώντας μια καλύτερη ζωή και με σκοπό να κατακτήσουν το Αμερικανικό όνειρο.
Η πρώτη ιστορία παρουσιάστηκε το απόγευμα της Κυριακής στη Χιακή Ομοσπονδία από την Αναστασία Θανασούλα, η οποία εξιστόρησε το “ταξίδι” του παππού της Σωτήρη στην Αμερική τον περασμένο αιώνα.
“Ο παππούς μου έφτασε στο Έλλις Άιλαντ το 1921. Το 1915 υπηρέτησε στην πρώτη επιστράτευση που είχε γίνει και έπειτα στη δεύτερη το 1917 και σε όσες ακολούθησαν. Μετά από έξι χρόνια στο στρατό και μη έχοντας κάνει τίποτα για τη ζωή του στα τριάντα του αποφάσισε να ταξιδέψει στην Αμερική. Επειδή ήταν λιποτάκτης γιατί δεν πήγε στην τελευταία επιστράτευση έφυγε με άλλο όνομα (Σέμι) και ψεύτικα χαρτιά. Φτάνοντας εδώ πέρασε από ανακρίσεις και εξετάσεις” αφηγείται η Αναστασία.
Ο παππούς Σωτήρης έμεινε στη Νέα Υόρκη εννέα μήνες και μετά έφυγε για τη Γιούτα για να δουλέψει στα μεταλλεία. Εκεί έζησε την εκμετάλλευση όχι μόνο από τους Αμερικανούς αλλά και από τους Έλληνες που ήταν ήδη εκεί. Η ζωή όμως του επεφύλασσε εκπλήξεις.
Έξι χρόνια δουλειάς τα έπαιξε στο χρηματιστήριο. Το 1929 με το μεγάλο Κραχ χάνει όλα τα χρήματα που έβγαλε με τόσο κόπο. Αρχίζει και κοιμάται μέσα στα τρένα για να μην πληρώνει ενοίκιο. Δούλευε στα εργοστάσια τρεις φορές την εβδομάδα τρία οκτάωρα και τέσσερις φορές την εβδομάδα δύο οκτάωρα επί τρία χρόνια ώστε να μπορέσει να “πληρώσει” και το λάθος του.
Αποφασίζει λοιπόν να στείλει τα χρήματα στην Ελλάδα και να αγοράσει χωράφια γιατί εμπιστεύεται τις τράπεζες της πατρίδας του περισσότερο. Έρχεται όμως η Γερμανική Κατοχή το 1941 και τα χάνει πάλι όλα. Και ξεκινάει ουσιαστικά τη ζωή του σε ηλικία 55 χρόνων πάλι από την αρχή. Ζούσε σε ένα σπίτι με άλλα οκτώ άτομα. Έκαιγε το φαγητό και το έτρωγε για να μην το πετάξει ώστε να μαζέψει χρήματα. Στον εμφύλιο, έστειλε και χρήματα στα αδέλφια του στην Ελλάδα για να τα προστατέψει, ώστε να τα έχουν καλά και με τους αντάρτες και με τους δεξιούς.
“Τα αδέλφια του το ξέχασαν και τον εκμεταλλεύονταν οικονομικά. Είχαν ξεχάσει το Σωτήρη.
Γι’ αυτούς ήταν πλέον ο Αμερικάνος. Το 1959, σε ηλικία 68 χρονών κατεβαίνει στην Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια για να τους αντιμετωπίσει. Τότε, γνωρίζει τη γιαγιά, ήταν τότε 28 χρονών. Τον παντρεύτηκε με έναν όρο. Να μη γυρίσει στην Αμερική. Σε ηλικία 70 χρονών έγινε πατέρας”.
Εκείνη την εποχή δεν μπορούσες να έχεις και την Ελληνική και την Αμερικανική υπηκοότητα. Εκείνος κράτησε την Αμερικανική. Ήρθε όμως η Χούντα και του είπε “κύριε δεν είστε Έλληνας, είστε Αμερικανός. Ήταν τότε 78 χρονών και πλήρωνε την πράσινη κάρτα του για να μπορεί να παραμείνει στη χώρα του. Μια χώρα για την οποία υπηρέτησε έξι χρόνια, πέρασε από όλη τη Μακεδονία, πήγε στον Πόντο.
“Η ιστορία του παππού ήταν σαν πυξίδα στη ζωή μου γιατί μου έδωσε το παράδειγμα ότι όσα στραπάτσα έπαθε, έσφιξε τα δόντια και πάλεψε”.
Ο παππούς Σωτήρης έζησε μέχρι τα 95 του χρόνια. Στην αρχή ο παππούς για μας ήταν μια φωτογραφία στον τοίχο, ένα σκίτσο και λέγαμε ο παππούς ο Αμερικάνος αλλά μεγαλώνοντας και μέσα από ιστορίες της γιαγιάς που μας τον κράτησε “ζωντανό” αυτή μας έκανε να τον αγαπήσουμε”, κατέληξε η Αναστασία Θανασούλα.
Την Αναστασία Θανασούλα καλωσόρισε και παρουσίασε εκ μέρους της Επιτροπής Παιδείας της Χιακής Ομοσπονδίας, η Αμαλία Μπουρνιά.