Home ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ  Αλάμπρα: Έρωτας με την πρώτη ματιά

 Αλάμπρα: Έρωτας με την πρώτη ματιά

«Δεν ήταν απλές κατασκευές. Ήταν στίχοι χαραγμένοι στην πέτρα. Ήταν η Αλάμπρα. Οπτασία που κόβει την ανάσα»

Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης

          ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΑ, οι αποδράσεις σε κόσμους αλλιώτικους, ήσαν για μένα ανέκαθεν μια άρρητη ανάγκη, μια δίψα που δεν σβήνει. Από την ώρα που εγκατέλειψα το μικρό μου χωριό, μια φωλιά διακοσίων ψυχών, για να γίνω μαθητής στη γυμνασιακή Τρίπολη, και κατόπιν φοιτητής στην απέραντη Αμερική, όνειρό μου στάθηκε να βρεθώ σε τόπους όπου ανέπνευσε η Ιστορία. Σε γαίες όπου γεννήθηκε το Πνεύμα και άνθησε η Τέχνη.
          Και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου. Μάης του 1992. Η Πόπη, η σύντροφός μου, κι εγώ επιβαίνουμε στο τραίνο της Μαδρίτης, κατευθυνόμενοι προς τη Γρανάδα, την άλλοτε μεγαλοπρεπή βασίλισσα της Μουσουλμανικής Ισπανίας. Ζούσαμε το όνειρο, εκείνο που κάποτε φαινόταν ακατόρθωτο.
          Γρανάδα. Γη ποιητών και οραματιστών.
          Γρανάδα. Τόπος όπου η ιστορία, η ποίηση, η αρχιτεκτονική και η μνήμη ενώνονται σε ένα ονειρικό τοπίο.
          Γρανάδα. Η πόλη-κόσμημα, μήτρα έμπνευσης για τον Νταλί, τον Μπουνιουέλ, τον αξεπέραστο Λόρκα. Εκεί, σε χωριό κοντινό, ήρθε στον κόσμο ο ποιητής που μας χάρισε τον «Ματωμένο Γάμο». Γρανάδα: πόλη υφασμένη από στίχους και θρύλους
          Φτάσαμε αργά. Το φως έσβηνε πίσω από τους λόφους σαν ένα παραμύθι που τελειώνει. Το ξενοδοχείο μας στο κέντρο της πόλης, βρισκόταν απέναντι ακριβώς από την Αλάμπρα, το πορφυρό στολίδι της Ανατολής, στην καρδιά της Δύσης.
          Η Αλάμπρα στεκόταν εκεί. Ανάσαινε πάνω στους λόφους, σαν βασίλισσα ξαπλωμένη σε θρόνο από κυπαρίσσια και αναμνήσεις. Την αντικρίσαμε όχι ως τουρίστες, αλλά σαν προσκυνητές ονείρων.

«Από εκεί, κάτω από τον αγλαό ουρανό, η θέα στους λόφους ήταν ψίθυρος αιωνιότητας»


         Η πολύφημη Γρανάδα, το ύστατο προπύργιο των Μαυριτανών, υπό την κυριαρχία του σουλτάνου Μποαμπντίλ των Νασριδων, έπεσε το 1492 στα χέρια του Φερδινάνδου και της Ισαβέλλας, την ίδια χρονιά που ο Κολόμβος αντίκρισε τις αμμουδιές της Νέας Γης. Οι Καθολικοί Μονάρχες έδρεψαν την ύψιστη δάφνη τους—και η Ισπανία άρχισε την πορεία της προς την πιο ένδοξη αυτοκρατορία της εποχής.
          ΠΡΩΙ-ΠΡΩΙ, με τα πρώτα ρόδινα φώτα της αυγής, ήπιαμε πλούσιο καφέ με σοκολάτα και churros που έλιωναν όχι μόνο στο στόμα, αλλά και στη μνήμη. Με σημειώσεις ανά χείρας και παπούτσια ελαφριά, ξεκινήσαμε για την ανακάλυψη.
          Διαβήκαμε τα λιθόστρωτα μονοπάτια, σαν να μας οδηγούσε ένας αυλός αρχαίος πίσω στους αιώνες. Γύρω μας σιωπή, ευλογία και γαλήνη. Και μπροστά, σε κοντινή πια απόσταση, απλώνονταν χρυσορόδινα οικοδομήματα που άστραφταν στους λόφους. Δεν ήταν απλές κατασκευές. Ήταν στίχοι χαραγμένοι στην πέτρα. Ήταν η Αλάμπρα. Οπτασία που κόβει την ανάσα.
          Στην Πύλη της Δικαιοσύνης, ρωτήσαμε μια νεαρή υπάλληλο ποιο απ’ όλα ήταν η Αλάμπρα. Με φωνή σαν ρυάκι και χαμόγελο σαν αυγή, αποκρίθηκε: «Όλα αυτά… Παλάτια, κήποι, πύργοι, οχυρά. Όλα μαζί είναι η Αλάμπρα.»
          Η ανηφορική διαδρομή ανάμεσα στον όχλο μάς έφερε στον λόφο της Αλάμπρας. Το όνομα στα αραβικά σημαίνει «Κόκκινη», από το χρώμα των τειχών της. Ήταν η ψυχή της Γρανάδας. Ένα αραβικό αριστούργημα, υμνημένο από κάθε ταξιδιωτικό οδηγό.
          Κι όμως, τίποτα δεν μας είχε προετοιμάσει για τούτη την αρμονία. Έμοιαζε με όνειρο. Χτισμένη περί το 700 μ.Χ., στο ζενίθ της Ισλαμικής Ιβηρίας, η Αλάμπρα έστεκε σαν ψίθυρος μαγικός απ’ την Ανατολή στο βλέμμα της Δύσης.
          Περάσαμε στα Παλάτια των Νασριδών. Χορός φωτός και σκιάς. Το φως χόρευε στις γλυπτές οροφές, στις μαρμάρινες αψίδες, στα λεπτά αραβουργήματα. Η μια αίθουσα οδηγούσε στην άλλη, με μουσική αόρατη και αρμονία αδιανόητη. Μια αρχιτεκτονική παρτιτούρα σε πέτρα και γύψο. Κεραμικά, γύψινα, μωσαϊκά, σκαλιστά φύλλα και αραβικές επιγραφές: ένας ύμνος στη λεπτομέρεια. Μείναμε άφωνοι.
        Στην Αυλή των Λιονταριών, με τις καμάρες και τους λεπτούς κίονες, δέσποζε το ξακουστό σιντριβάνι. Δώδεκα μαρμάρινα λιοντάρια βαστούσαν στις ράχες τους το βάρος του νερού, σύμβολα ισχύος, και ίσως ανάμνηση του Θρόνου του Σολομώντα. Είχαν δίκιο οι Μουσουλμάνοι ποιητές: Η Αλάμπρα είναι μαργαριτάρι ανάμεσα στα σμαράγδια.
          Στην Άνω Αλάμπρα, όπου έμεναν οι αξιωματούχοι, σταθήκαμε στο ταπεινό δωμάτιο όπου το 1829 ο Ουάσινγκτον Ίρβινγκ αποσύρθηκε για να γράψει τους «Μύθους της Αλάμπρας.» Η έμπνευση ανέδυε από κάθε λιθόστρωτο και γωνιά. Δίπλα στην πόρτα, πλακέτα το μαρτυρεί. Από εκεί, κάτω από τον αγλαό ουρανό, η θέα στους λόφους ήταν ψίθυρος αιωνιότητας.
          Κοντά, σε τόπο που δεν προλάβαμε να φτάσουμε, ήταν ο Λόφος του Τελευταίου Αναστεναγμού. Ο λατρεμένος μου φροντιστής στο Ιλινόις, ο αείμνηστος Señor Carvajal, μου είχε εξιστορήσει το περιστατικό:
          Όταν ο τελευταίος σουλτάνος Μποαμπντίλ εγκατέλειπε την πόλη, κοντοστάθηκε να ρίξει μια τελευταία ματιά στο παλάτι και δάκρυσε. Κι η μάνα του του είπε λόγια αιχμηρά σαν σπαθί: «Κλάψε τώρα σαν γυναίκα για ό,τι δεν υπερασπίστηκες σαν άντρας.» Λόγια που έμειναν. Μνήμη πικρή κι ένδοξη.

«Η Χενεραλίφε, μια πράσινη όαση, μας υποδέχθηκε»


          Στο μοναδικό καφέ της Αλάμπρα, ήπιαμε κάτι δροσιστικό, ξεκουραστήκαμε και αργότερα αναχωρήσαμε.
          ΤΟ ΒΡΑΔΥ, λίγο πριν το δείπνο, παρακολουθήσαμε στην τοπική τηλεόραση ένα ντοκιμαντέρ: η Αλάμπρα, λουσμένη σε φως πανσελήνου, με υπόκρουση κλασικής κιθάρας. Εικόνα για τα θαύματα του κόσμου. Θυμήθηκα τα λόγια του Λόρκα: «Αν δεν δεις τη Γρανάδα, δεν έχεις δει την Ισπανία.»
          Στο εστιατόριο El Cardenal, παραδοθήκαμε στη μαγεία του φλογερού φλαμένκο. Καστανιέτες, κιθάρες, κορμιά λυγερά πλημμυρισμένα πάθος. Η ψυχή της Ανδαλουσίας χόρευε μπροστά μας. Μια καθηγήτρια μουσικής από διπλανό τραπέζι, που συνόδευε Αμερικανούς φοιτητές, μας εξήγησε το τραγούδι-ποίημα:

«Η μάνα μου έχει τα βάσανά της,
κι εγώ τα δικά μου.
Της μάνας μου είναι αυτά που νιώθω,
όχι τα δικά μου…»

          Πόνος. Πάθος. Ρυθμός.
          ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ, περπατήσαμε στα στενά δρομάκια της Γρανάδας, γεμάτα μουσικές και χρώματα. Από παράθυρα ακούγονταν κιθάρες. Η άνοιξη ανάβλυζε από παντού.
          Στο βασιλικό παρεκκλήσι, μέρος του καθεδρικού, σταθήκαμε εκστατικοί μπροστά στους μαρμάρινους τάφους των Φερδινάνδου και Ισαβέλλας. Ξαπλωμένοι πλάι-πλάι, κάτω από σιδερένιο κιγκλίδωμα, με σπαθί, στέμμα και προσευχητάρι.
          Δίπλα, στο μικρό μουσείο, «Ο Χριστός στο Όρος των Ελαιών» του Μποτιτσέλι και προσευχόμενοι βασιλείς. Μια ιστορία σε εικόνες. Αναλογιστήκαμε τη σύγκρουση πολιτισμών. Μα η Γρανάδα, δεν νικήθηκε ποτέ. Έμεινε αθάνατη, ανάμεσα σε θρύλους και αρώματα.
          Ανηφορίσαμε ξανά. Η Χενεραλίφε, μια πράσινη όαση, μας υποδέχθηκε. Ο «Κήπος του Δημιουργού» του 13ου αιώνα, θερινό παλάτι Μαυριτανών, ήταν γαλήνιος. Συντριβάνια και τεχνητά ρυάκια μιλούσαν με φωνές νερού. Λουλούδια πολύχρωμα, μεθυστικά, γιασεμί, πορτοκάλι, κελαηδήματα. Τοπίο  παραδείσιο. Θάμνοι σαν λαβύρινθοι.
          Στην έξοδο, ένας Έλληνας έλεγε στη σύντροφό του: «Η Αλάμπρα είναι το ομορφότερο που μπορεί να δει κανείς στην Ισπανία.»
          Κι εκείνη αποκρίθηκε: «Πόσο μεγάλη λύπη να γεννηθείς εδώ και να μη μπορείς να τη δεις. Να γεννηθείς τυφλός.»
          Κατηφορίζοντας, νιώθαμε πως η Αλάμπρα δεν μας χάρισε μόνο εικόνες, μα κάτι βαθύτερο: Την αίσθηση πως ο χρόνος μπορεί να σταθεί, πως η Τέχνη μπορεί να κατοικηθεί, πως οι μνήμες μπορούν να μοσχοβολούν γιασεμί.

«Συντριβάνια και τεχνητά ρυάκια μιλούσαν με φωνές νερού…Τοπίο  παραδείσιο. Θάμνοι σαν λαβύρινθοι»


          ΣΤΟ ΤΡΕΝΟ της επιστροφής, η Πόπη κι εγώ μιλούσαμε μόνο για ένα πράγμα: Η Γρανάδα, η ευωδιαστή καστροπολιτεία που μας έκλεισε το μάτι από την πρώτη στιγμή, ήταν το πιο μαγικό μέρος που είχαμε ποτέ επισκεφθεί.
          Γρανάδα. Η πόλη-μυρωδιά. Η πόλη-καρδιά. Η πόλη που δεν λέει να φύγει από μέσα σου.  Γιατί κάποιες πόλεις δεν τις επισκέπτεσαι. Τις ερωτεύεσαι. Κι η Γρανάδα είναι μία απ’ αυτές. Την κουβαλάς. Όπως κουβαλά κανείς έναν μεγάλο, κρυφό έρωτα.

© Δρ. Νίκος Δ. Κοκκώνης

Συγγραφέας του βραβευμένου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών) και της συνέχειας «Out of Arcadia.»
Www.MyArcadiaBooks.Com