Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ΤΗΣ δεκαετίας του 1950.
Μαθητούδι από επαρχία τότε εγώ στο Κλασικό Τμήμα του Πρώτου Γυμνασίου Αρρένων της Τρίπολης. Στο διάλειμμα μια μέρα, ο καθηγητής των Νέων Ελληνικών με συμβούλεψε να πηγαίνω στη δημόσια βιβλιοθήκη και να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία για να «εμπλουτίσω» το φτωχό λεξιλόγιο μου και να γράφω καλύτερες εκθέσεις. Στο σπίτι μας μόνο ένα βιβλίο υπήρχε, η «Γκόλφω,» αδυναμία της μάνας μου, και κάθε χρόνο αγοράζαμε και ένα «Καζαμία Ερμού-Σαλίβερου.»
Αλλά, πού βρισκόταν η βιβλιοθήκη; Όντας από ένα χωριό μόλις 200 κατοίκων, όπου εμείς τα αγόρια παίζαμε ποδόσφαιρο ξυπόλυτοι στο δρόμο, η Τρίπολη μου φαινόταν λαβύρινθος. Όμως έμαθα, και ένα βράδυ την επισκέφτηκα.
ΔΕΙΛΑ-ΔΕΙΛΑ, ΡΩΤΗΣΑ την ευγενική κυρία πίσω από ένα γραφείο να μου συστήσει ένα λογοτεχνικό βιβλίο. «Ευχαρίστως», είπε. Σηκώθηκε, τράβηξε από το ράφι ένα μεγάλο τόμο και μου τον έδωσε, λέγοντας: «Από τα καλύτερα.»
Βρήκα μια καρέκλα σε ένα άδειο τραπέζι και κάθισα να δω πόσες σελίδες είχε το βαρύ βιβλίο. Πάνω από χίλιες, μεγάλες και με αμέτρητες εικονογραφήσεις. Το κοίταζα και μου φαινόταν σαν το Ευαγγέλιο του παπά στο χωριό μου. Ποιός μπόρεσε και έγραψε ένα τόσο μεγάλο βιβλίο; Μεγάλο ήταν και το Ευαγγέλιο, αλλά εκείνο είχε τουλάχιστον τέσσερεις συγγραφείς. Τούτο, που είχε τον τίτλο «Δον Κιχώτης», είχε μόνο ένα, που τον έλεγαν Μιγκέλ ντε Θερβάντες. Χριστός και Παναγία! είπα μέσα μου εγώ, ο ignoramus.
Διάβασα λίγες σελίδες. Η γραφή του συγγραφέα ήταν τρομερή. Η κάθε σελίδα γεμάτη παροιμίες (που μου θύμιζαν εκείνες του «Καζαμία»), όμορφες περιγραφές και απέραντο λεξιλόγιο. Κράτησα στο μικρό σπιράλ σημειωματάριο μου λίγες άγνωστες λέξεις και φράσεις και σταμάτησα το διάβασμα. Πότε θα μπορούσα να τελειώσω ένα τόσο μεγάλο βιβλίο; Και πού θα εύρισκα χρόνο για τα μαθήματα μου; Σηκώθηκα από το τραπέζι, όπου τώρα τρεις γηραλέοι άνδρες διάβαζαν, και επέστρεψα το βιβλίο στην κυρία πίσω από το γραφείο. Την ευχαρίστησα ευγενικά και έφυγα.
ΓΙΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΤΥΧΗ, το Σάββατο, μια βδομάδα αργότερα, πέρασε από τη γειτονιά μου ένας πλανόδιος βιβλιοπώλης. Ρίχνοντας μια μάτια στο καροτσάκι του, το μάτι μου έπεσε σε ένα βιβλίο με λίγο περίεργο τίτλο: «Το Νούμερο 31328.»
«Είναι ενδιαφέρον αυτό το βιβλίο, κύριε;» ρώτησα.
Ο βιβλιοπώλης, ένας ξερακιανός άνδρας προχωρημένης ηλικίας, με κουρασμένα μάτια, με μαύρη ναυτική τραγιάσκα που πρέπει να είχε δει καλύτερους καιρούς και με δυο δάχτυλα του αριστερού χεριού του κομμένα στη μέση, με κοίταξε κατάματα.
«Κάτι έχω ακούσει για τούτο το βιβλίο, παιδί μου,» είπε. «Καλό πρέπει να είναι. Να το πάρεις.»
Πλήρωσα τις δυο δραχμές, που μου ζήτησε, και με χαρά να πλημμυρίζει την καρδιά μου, γύρισα στο δωμάτιο μου. Το δωμάτιο μου, στη διασταύρωση Κιλκίς και Παπαφλέσσα, δεν ήταν σαν εκείνα που οι συμμαθητές μου είχαν νοικιάσει. Ήταν ένας αποθηκευτικός χώρος, αποκομμένος από τον υπόλοιπο χώρο του αχυρώνα, που η μητέρα μου και εγώ είχαμε καθαρίσει και μετατρέψει σε «δωμάτιο». Ο πατέρας μου είχε συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη οτι, με εκατό δραχμές το μήναι, θα μπορούσα να μένω εκεί. Χρήματα για καλύτερα δεν υπήρχαν. Ένα στραπατσαρισμένο μαγκάλι, δώρο της καλής γειτόνισσας μου, μου κράταγε συντροφιά στο κρύο του χειμώνα.
ΟΠΩΣ ΕΛΕΓΕ ΤΟ οπισθόφυλλο, «Το Νούμερο 31328» ήταν βιβλίο βιωματικό. Ο,τι έγραφε, το είχε ζήσει ο συγγραφέας, Ηλίας Βενέζης. Ο αριθμός 31328 ήταν η ταυτότητα του. Ήταν ο αριθμός με τον οποίο τον είχαν καταχωρήσει ως αιχμάλωτο στα περιβόητα «Τάγματα Εργασίας» μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Οι δικοί του είχαν καταφέρει να φύγουν από το Αϊβαλί, όπου ζούσε όλη οι οικογένεια, αλλά ο ίδιος, νέος μόλις δεκαοχτώ χρόνων, δεν πρόλαβε και έτσι πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους, μαζί με 3000 άλλους Έλληνες και Αρμένιους. Από αυτούς, λέει, μόνο εκείνος και 22 άλλοι είχαν επιβιώσει.
Αλλά τι επιβίωση; Ζούσαν κάτω από επαίσχυντες συνθήκες, με το βάσανο της δίψας και της πείνας πάντοτε παρόν, με τις επιδημίες να θερίζουν τα σπλάχνα τους, με ατελείωτες εξαντλητικές οδοιπορίες και με αγριότητες κάθε λογής. Μαζί με τους άλλους, κάθε μέρα ο συγγραφέας έκανε εξαναγκαστικά έργα, π.χ., έσπαζε πέτρες και άνοιγε δρόμους. Σε αυτή την άθλια κατάσταση, η προσωπικότητα έγινε απλώς ένας απρόσωπος αριθμός.
Η αυθεντική ιστορία του ταλαντούχου συγγραφέα με καθήλωσε. Κάθε ένα από τα 20 κεφάλαια του χρονικού του, γραμμένο με λόγο παραστατικό και με μότο ένα στίχο από τους Ψαλμούς του Δαυίδ, με άφηνε με ένα κόμπο στο λαιμό και με τόση συγκίνηση που τα μάτια μου μουσκεύαν:
«Περιέσχον με ὠδῖνες θανάτου. Ὠδῖνες ᾅδου περιεκύκλωσάν με.»
«ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου.»
«ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου.»
Κάθε βράδυ, με το μαγκάλι να μου κρατάει τα χέρια λίγο ζεστά, για να μη μου πέφτει το βιβλίο, διάβαζα μέχρι που το ρολόι της Μητρόπολης του Ἁγίου Βασιλείου χτύπαγε δώδεκα. Τότε, έβαλα το βιβλίο κάτω από το μαξιλάρι μου, έβγαλα το μαγκάλι έξω και έπεφτα στο ξύλινο κρεβάτι μου να κοιμηθώ.
Τα αφάνταστα βάσανα που είχε υποφέρει ο Βενέζης, «ο ραψωδός της προσφυγιάς και του ξεριζωμού» (όπως έγραφαν οι κριτικοί), πολύ με άγγιζαν. Με τα μάτια της ψυχής μου τον έβλεπα, στον ύπνο μου ακόμα, να πηγαίνει στην αιχμαλωσία ξυπόλυτος, χωρίς φαγητό και νερό, και μου κοβόταν η ανάσα. Ήξερα και εγώ από στερήσεις και κακουχίες και από δίσεκτους καιρούς από το χωριό μου. Αλλά αυτά δεν ήταν τίποτα τώρα, μπροστά στις φοβερές δοκιμασίες που είχε ζήσει εκείνος, μόνο δυο χρόνια μεγαλύτερος μου. Ούτε η μπόχα του αχυρώνα, ούτε το τρομερό κρύο, ούτε τα ποντίκια, που μου έκαναν επίσημες επεισοδιακές επιδρομές, είχαν τώρα κανένα νόημα.
ΣΕ ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ είχα τελειώσει το βιβλίο. Το σπιράλ σημειωματάριο μου είχε γεμίσει από άγνωστες λέξεις και τώρα ήμουν έτοιμος για άλλο βιβλίο. Αγόρασα μια κόλα χαρτί μπλε και το αρίθμησα νούμερο 1 με μια ετικέτα. Με το χρόνο, θα αγόραζα και άλλα λογοτεχνικά βιβλία και θα έφτιαχνα μια μικρή βιβλιοθήκη. Κάθε βιβλίο, με τον αυξάνονται αριθμό του, θα γινόταν και ένας πιστός φίλος μου.
Στο Γυμνάσιο, στο διάλειμμα μια μέρα, πλησίασα τον καλό καθηγητή μου, του είπα τι είχα κάνει και τον ευχαρίστησα. Εκείνος χαμογέλασε. «Μπράβο, μπράβο, παιδί μου!» είπε. «Μη σταματάς ποτέ το διάβασμα. Τα λογοτεχνικά βιβλία είναι καλή τροφή για το νέο πνεύμα.»
Δεν σταμάτησα—ποτέ.
ΑΧ ΝΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να τον έβλεπα σήμερα και να τον ευχαριστούσα, που με τη συμβουλή του είχα μυηθεί στον πλούσιο κόσμο της λογοτεχνίας!
Να του έλεγα πως τα λογοτεχνικά βιβλία με είχαν τόσο εμπνεύσει, που ευχόμουν να μπορούσα και εγώ κάποτε να γράψω ένα βιβλίο σαν αυτά.
Να του έλεγα πως αυτό το όνειρο, που μεγάλωνε κάθε φορά που διάβαζα ένα νέο μυθιστόρημα, το κουβαλούσα μέσα μου σαν κινητή γιορτή για πολλά χρόνια.
Να του έλεγα πως, με το πλήρωμα του χρόνου και την ευλογία του Παντοδύναμου, έγραψα τη δίκη μου μυθιστορηματική αυτοβιογραφία, «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» και πως αναγνωρίστηκε από κριτικούς. Αχ, να του έλεγα πως έζησα την έκπληξη της ζωής μου όταν η Ακαδημία Αθηνών τίμησε το έργο μου με «Έπαινο» και πως το Υπουργείο Παιδείας το ενέκρινε για όλες της σχολικές βιβλιοθήκες της χώρας. Και να του έλεγα για τη ανείπωτη χαρά που ένιωσα όταν ένα πάνελ εκλεκτών ατόμων παρουσίασαν το έργο μου στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός.»
Αχ, να έβλεπα τον ανθρωπιστή καθηγητή μου, που νοιαζόταν για τα παιδιά της επαρχίας όσο κανένας άλλος, και να του πρόσφερα, «τιμής ένεκεν», ένα αντίτυπο της ιστορίας μου που κάθε σελίδα της είναι και ένας ύμνος ευγνωμοσύνης σε αυτόν!
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Visit www.MyArcadiaBooks.Com