ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ- της Σοφίας Παπαδοπούλου
Έναν μακροχρόνιο έντονο ανταγωνισμό στις Σινοαμερικανικές σχέσεις, σε όλους τους τομείς, ο οποίος όμως δεν εκτιμά πως θα οδηγήσει σε μια γενική σύρραξη, «βλέπει» για το μέλλον των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων (ΗΠΑ – Κίνας) ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κολούμπια, Andy Nathan (Άντι Νέιθαν), ο οποίος βρέθηκε προ ημερών στη χώρα μας, όπου είχε επαφές με ακαδημαϊκούς κυρίως φορείς κι υπέγραψε -εκ μέρους του αμερικανικού πανεπιστημίου- μνημόνιο συνεργασίας με το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με αντικείμενο τις Κινεζικές Σπουδές.
Σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ με αφορμή την παρουσία του στην Ελλάδα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη), ο Αμερικανός καθηγητής Πολιτικών Επιστημών, με ειδίκευση στην κινεζική πολιτική, θέτει το πλαίσιο των σχέσεων Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας κι εξηγεί: «Βλέπω τέσσερα βασικά ζητήματα μεταξύ των δύο χωρών: 1) ποιος θα ελέγξει την Ταϊβάν; 2) ποιος θα ελέγξει τους στρατηγικά σημαντικούς τομείς της οικονομίας του 21ου αιώνα (ηλεκτρικά οχήματα, τεχνητή νοημοσύνη, βιοτεχνολογία και άλλοι τομείς); 3) ποιος έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, τον μεγαλύτερο αριθμό φιλικών χωρών στα Ηνωμένα Έθνη και άλλους διεθνείς θεσμούς; 4) ποιανού ερμηνεία του διεθνούς δικαίου και των κανόνων του ασκεί μεγαλύτερη επιρροή; Αυτά είναι πολύ σημαντικά ζητήματα και για τις δύο χώρες και είναι επίσης σημαντικά για την Ευρώπη και για άλλες περιοχές, αλλά δεν εκτιμώ πως αυτά είναι ‘υπαρξιακά ζητήματα’ ως προς το είτε η Κίνα είτε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβιώσουν ως ανεξάρτητες χώρες».
Ο ίδιος δεν βλέπει, όπως λέει, «έναν γενικό πόλεμο ως απαραίτητο ή ακόμη και πιθανό αποτέλεσμα αυτής της ανταγωνιστικής σχέσης, αν και τυχαίες στρατιωτικές συγκρούσεις είναι πιθανές γύρω από την Ταϊβάν», εκτιμά πως και οι δύο χώρες μπορεί να έχουν επιτυχίες και ήττες σε έναν ή άλλον τομέα και δηλώνει πως ο ίδιος περιμένει «έναν μακροχρόνιο έντονο ανταγωνισμό σε όλους τους τομείς».
Με βαθιά γνώση της Κίνας, αφού σε όλη την ακαδημαϊκή του πορεία μελετά σε βάθος, γράφει και δίνει διαλέξεις για τη χώρα και τη θέση της στον κόσμο, ο Αμερικανός καθηγητής απαντά και στο πώς οι Σινοαμερικανικές σχέσεις επηρεάζουν τις ισορροπίες στον πλανήτη.
«Οι άνθρωποι συχνά ρωτούν εάν άλλες χώρες πρέπει να επιλέξουν πλευρά. Η άποψή μου είναι ότι στις χώρες δεν αρέσει να επιλέγουν πλευρές», λέει κι εξηγεί: «Αγωνίζονται να προστατεύσουν την αυτονομία τους. Μια χώρα όπως η Λευκορωσία έχει αναγκαστεί να επιλέξει πλευρά και δεν είναι ευχαριστημένη μ’ αυτό. Μια χώρα όπως η Βόρεια Κορέα έχει επιδέξια διατηρήσει την αυτονομία της έναντι της κινεζικής, της ρωσικής και αμερικανικής πίεσης εδώ και πολλές δεκαετίες, φέρνοντας όλες τις δυνάμεις, τη μία εναντίον της άλλης (ακόμη και μερικές φορές ‘φλερτάροντας’ τις ΗΠΑ -αν κι όχι επί του παρόντος). Η Βόρεια Κορέα μπορεί να κάνει πράγματα που δεν αρέσουν στον κύριο ‘προστάτη’ της, την Κίνα. Το Βιετνάμ είναι ένα παράδειγμα χώρας, που εκτίθεται σε μεγάλη κινεζική πίεση, έχει ωστόσο αγωνιστεί επιτυχώς επί χιλιετίες (όχι μόνο δεκαετίες ή αιώνες) να διατηρήσει την αυτονομία του. Η Σερβία (σ.σ. την επισκέφθηκε μετά την Ελλάδα) είναι ένα παράδειγμα της ίδιας λογικής, δεν θέλει να επιλέξει πλευρά και το θεωρώ αυτό μια φυσιολογική, φυσική συμπεριφορά κάθε κράτους».
Στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Andy Nathan μίλησε ακόμη:
– για την πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος»
«Η πρωτοβουλία ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος’ έχει διαφορετική επίδραση σε διαφορετικές χώρες -στην πραγματικότητα μπορεί να πει κανείς πως κάθε έργο της πρωτοβουλίας έχει το δικό του διακριτό προφίλ. Τα τέσσερα πιο κοινά παράπονα για τα έργα της πρωτοβουλίας είναι ότι δημιουργούν παράλογο χρέος και δεν παράγουν κέρδη ικανά για την αποπληρωμή του, ότι δεν ολοκληρώνονται, ότι είναι ολοκληρωμένα και αποδεικνύονται χαμηλής ποιότητας, ότι παράγουν ρύπανση και ότι δεν χρησιμοποιούν ντόπιους εργάτες και μηχανικούς. Σε άλλα έργα δεν απαντώνται αυτά τα παράπονα και τα έργα συμβάλλουν συνήθως στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας υποδοχής, παρείχαν κεφάλαια που ήταν απολύτως αναγκαία και δεν είναι διαθέσιμα από άλλες πηγές. Κάθε χώρα θα πρέπει να κάνει τη δική της αξιολόγηση για το εάν κάθε έργο της πρωτοβουλίας ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος’ είναι επωφελές για την ίδια ή όχι. Γι’ αυτό και η Σερβία, όπως άλλες χώρες, χρειάζονται τη δική της ανεξάρτητη τεχνογνωσία για την Κίνα. Σε ό,τι αφορά το μέλλον της πρωτοβουλίας ‘Μία Ζώνη, Ένας Δόμος’, βλέπουμε ότι οι κινεζικές επενδυτικές δεσμεύσεις μειώνονται, αλλά τα έργα που είναι ήδη σε εξέλιξη, είναι εκτεταμένα».
-για τη στρατηγική της Κίνας στα Βαλκάνια, με αφορμή (και) την επίσκεψή του στο Βελιγράδι
«Ένα βασικό θέμα των επαφών μου στην Ελλάδα και τη Σερβία είναι ότι η κινεζική εξωτερική πολιτική καθοδηγείται από ένα αίσθημα ανασφάλειας ή ευαλωτότητας σε απειλές -για την εσωτερική σταθερότητα, την εδαφική ακεραιότητα, την πρόσβαση στην παγκόσμια οικονομία- και οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι η κύρια πηγή αυτών των απειλών. Η Κίνα προσπαθεί πολύ αποτελεσματικά ν’ αντιμετωπίσει αυτές τις απειλές εντείνοντας τον εσωτερικό έλεγχο, με στρατιωτική ενίσχυση και απειλές στην Ταϊβάν κι ένα μεγάλο πρόγραμμα ξένων επενδύσεων (την πρωτοβουλία ‘Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος’), που φέρνει μαζί του ευκαιρίες για την αναζήτηση διπλωματικής στήριξης από άλλες χώρες. Καμία περιοχή δεν είναι πολύ μικρή καθώς κάθε χώρα έχει μία ψήφο στα Ηνωμένα Έθνη και τις διάφορες υπηρεσίες του. Αλλά σε σύγκριση με ορισμένες χώρες που είναι πιο απομακρυσμένες από τα παγκόσμια κέντρα εξουσίας, λιγότερο ευημερούσες ή λιγότερο πολιτικά σταθερές, τα Δυτικά Βαλκάνια είναι μια σημαντική περιοχή (είτε για την Κίνα είτε για την ΕΕ, τις ΗΠΑ ή τη Ρωσία) για στρατηγικούς, οικονομικούς και διπλωματικούς λόγους. Ρώτησα πολλούς ανθρώπους γιατί πιστεύουν πως χρησιμοποιήθηκαν πολύτιμοι πόροι μιας προεδρικής επίσκεψης για να έρθει ο Σι Τζιπίνγκ στο Βελιγράδι. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, αλλά ένας λόγος που βρήκα ιδιαίτερα χρήσιμο ήταν η εκτίμηση πως ‘η Σερβία είναι μια παγκόσμια χώρα του νότου στον παγκόσμιο βορρά’. Η επιτυχημένη συνεργασία με τη Σερβία μπορεί να χρησιμεύσει στην Κίνα ως παράδειγμα για άλλες χώρες γιατί η Κίνα είναι ‘μια υπεύθυνη μεγάλη δύναμη’ που έχει ‘win-win σχέσεις’ με άλλες χώρες».
-για την υπογραφή μνημονίου συνεργασίας με το Πάντειο Πανεπιστήμιο
«Την τελευταία χρονική περίοδο (ας πούμε δύο δεκαετίες), η Κίνα απέκτησε ξαφνικά μια τεράστια παρουσία σε πολλά μέρη του κόσμου, όπου δεν υπήρχε σχεδόν καμία κινεζική παρουσία στο παρελθόν -αυτό συμβαίνει κυρίως μέσω των επενδύσεων με την ‘ετικέτα’ της πρωτοβουλίας ‘Μία Ζώνη, ένας Δρόμος’. Στην Ελλάδα υπάρχει το λιμάνι του Πειραιά, εδώ, στη Σερβία, ένα χαλυβουργείο, ένα ορυχείο χαλκού κι ένα δυνάμει σιδηροδρομικό έργο. Μαζί μ’ αυτή την οικονομική παρουσία έρχεται μια εντατική διπλωματική και δημόσια διπλωματική παρουσία, ο τουρισμός και μια επίσκεψη του (Πρόεδρου της Κίνας) Σι Τζιπίνγκ στο Βελιγράδι. Πολλές από τις χώρες με μια νέα, μεγάλη κινεζική παρουσία δεν έχουν τα δικά τους ανεξάρτητα κέντρα εμπειρογνωμοσύνης για την Κίνα, που θα μπορούσαν να σχηματίσουν τις δικές τους εκτιμήσεις για τα υπέρ και τα κατά της κινεζικής παρουσίας, εάν οι κινεζικές επενδύσεις είναι μια καλή συμφωνία, την επικάλυψη ή την απόκλιση των συμφερόντων της ίδιας της χώρας κάποιου μ’ εκείνα της Κίνας, το εύλογο των κινεζικών αιτημάτων για διπλωματική συνεργασία, την αλήθεια ή μη των παραγόμενων από την Κίνα πληροφοριών. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΔΙΣ (Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων) του Πάντειου Πανεπιστημίου έχει ξεκινήσει ένα πρόγραμμα για την Κίνα υπό τον καθηγητή Κωνσταντίνο Τσιμώνη, που είναι το πρώτο και μόνο ανεξάρτητο ακαδημαϊκό κέντρο σύγχρονων κινεζικών σπουδών στην Ελλάδα και, μάλιστα, σε όλη τη νότια Βαλκανική απ’ ό,τι γνωρίζω. Το Ινστιτούτο μας στο Columbia πιστεύει πως πρόκειται για μια σπουδαία ιδέα. Οι συνάδελφοί μου είναι ενθουσιασμένοι ως προς την προοπτική να προσφέρουν όποια συνεργασία μπορούν. Ο καθηγητής Τσιμώνης θα αναπτύξει το πρόγραμμά του βήμα βήμα προς όποιες κατευθύνσεις θεωρεί ο ίδιος πως είναι καλύτερα κι εμείς θα είμαστε διαθέσιμοι να βοηθήσουμε με όποιον τρόπο μπορούμε. Η πολύ σύντομη επίσκεψή μου εδώ, στο Βελιγράδι, με εντυπωσίασε με την ανάγκη μιας παρόμοιας προσπάθειας κι εδώ. Μίλησα χθες (σ.σ. προ ημερών) με μια ομάδα περίπου 30 φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου -προπτυχιακούς και μεταπτυχιακούς, και με εντυπωσίασαν με το προφανές έντονο ενδιαφέρον τους για το θέμα και το βάθος των ερωτήσεών τους, που έδειχναν ότι σκέφτονται για τις σχέσεις Κίνας – Σερβίας και ότι ‘διψούν’ για μία πιο εις βάθος μελέτη και διδασκαλία».
Μπορεί, δε, κατά τις επαφές του στην Ελλάδα να δέχθηκε σωρεία ερωτημάτων σχετικά με ποιον τρόπο είναι επωφελής ή μη η κινεζική παρουσία στην Ελλάδα, ο ίδιος, ωστόσο, εξηγούσε πως δεν είναι ούτε Έλληνας ούτε ειδικός στην Ελλάδα και φρόντιζε να παράσχει στους συνομιλητές του, όπως λέει, ένα ευρύτερο υπόβαθρο σχετικά με τα κίνητρα που οδηγούν την κινεζική εξωτερική πολιτική, τα ζητήματα στις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών – Κίνας, το κατά πόσο το καθεστώς Σι είναι δημοφιλές στην Κίνα και σταθερό μακροπρόθεσμα κ.ά.
[ΑΠΕ-ΜΠΕ]