Home ΟΜΟΓΕΝΕΙΑ Μέσα από τα Μάτια του Ελ Γκρέκο: Μια Ημέρα Στο Τολέδο

Μέσα από τα Μάτια του Ελ Γκρέκο: Μια Ημέρα Στο Τολέδο

“Μόνο γι’ αυτόν τον πίνακα να είχαμε έρθει, θα άξιζε»

                                       «Ζωγραφίζω γιατί τα πνεύματα ψιθυρίζουν
                                       τρελά μέσα στο κεφάλι μου»—Ελ Γκρέκο

         Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης                

        ΤΟ ΤΟΛΕΔΟ, ένα ιστορικό διαμάντι στην καρδιά της Ισπανίας, για αιώνες πρωτεύουσα της και μια από τις σημαντικότερες πόλεις της Ευρώπης, ήταν ψηλά στη λίστα των επιθυμιών μας για πολύ καιρό. Και τώρα, ένα καυτό καλοκαίρι, ήμασταν εδώ (η σύζυγος μου κι εγώ ) για μια ημερήσια εκδρομή, φτάνοντας με το πρωινό λεωφορείο από τη Μαδρίτη.
        Αναμέναμε με ανυπομονησία να δούμε τα μεγάλα έργα του Ελ Γκρέκο, του δικού μας Δομήνικου Θεοτοκόπουλου και μέγα μύστη της τέχνης. Εδώ έζησε και δούλεψε για 37 χρόνια κι εδώ μεγαλούργησε και καθιερώθηκε με το προσωνύμιο Ελ Γκρέκο («Ο Έλληνας»). Κι εδώ παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του (7 Απριλίου του 1614, σε ηλικία 73 ετών).
        Ο ήλιος είχε ήδη ανέβει λίγες οργιές πάνω από τον ορίζοντα όταν αντικρίσαμε την ιερή πόλη από το δρόμο όπου κάποτε περιπλανιόταν ο Δον Κιχώτης. Στη λάμψη του ήλιου, απλώθηκε μπροστά μας η μαγευτική εικόνα της, με τα επιβλητικά μνημεία της να λάμπουν. Λιτή, δραματική, σκεπασμένη μ’ ένα πέπλο μυστικισμού.
         Χτισμένη επιβλητικά στην κορυφή ενός γρανιτένιου βράχου και περιτριγυρισμένη από τον ποταμό Τάγο, που δρόσιζε τα πόδια της, η αρχαία πόλη έμοιαζε να είχε ξεπηδήσει από σελίδα παραμυθιού. Την ερωτευτήκαμε από την πρώτη στιγμή.
        ΜΕ ΤΟΠΙΚΟ χάρτη στο χέρι, ξεκινήσαμε την περιήγηση μας περπατώντας σε μια αλυσίδα από ελικοειδή, στενά πλακόστρωτα δρομάκια του ιστορικού κέντρου, λαξευμένα λες από συμπαγή βράχο και πλημμυρισμένα με τουρίστες. Η πόλη φαινόταν παγωμένη στο χρόνο, λες και ήταν ένα υπαίθριο ζωντανό μουσείο. Δεν υπήρχε πράσινο εδώ, μόνο πέτρα και κεραμίδι.
        Με μια ανατολίτικη αύρα να μας αγκαλιάζει, είχαμε την αίσθηση ότι γυρίζαμε στον Μεσαίωνα. Μπορούσαμε σχεδόν να ακούμε τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν το «κουτσό» στο δρόμο, τους τεχνίτες που ακόνιζαν μαχαίρια και εργαλεία στα εργαστήρια τους και τις γυναίκες που χαιρετούσαν θερμά η μια την άλλη, γυρνώντας από τη γειτονική λαϊκή αγορά, όλες λιγνές και ντυμένες με φούστες μέχρι τον αστράγαλο και με μακρυμάνικες μπλούζες.
        Σιγά σιγά, τα στενά δρομάκια μας οδήγησαν στην Εκκλησία του Αγίου Θωμά, χτισμένη στη θέση ενός παλιού τζαμιού του 11ου αιώνα. Εδώ στεγάζονταν μερικά από τα πιο σπουδαία έργα ζωγραφικής. Έκθαμβοι μείναμε μπροστά στους πίνακες του Τιτσιάνο, του Ρούμπενς, του Βελάθκεθ και του Θουρμπαράν. Μας μάγεψαν.
        Στον προθάλαμο του Παρεκκλησίου της Παναγίας, μείναμε έκθαμβοι όταν βρεθήκαμε μπροστά στο μνημειώδες έργο του Ελ Γκρέκο (κοντά στα 5 μέτρα ύψος): «Η Ταφή του Κόμη του Οργκάθ (1586–88).»
        Πρόκειται για έναν από τους πιο διάσημους και συζητημένους πίνακες όλων των εποχών, παραγγελία του τότε πρωθιερέα της εκκλησίας προς τιμήν του Δον Γκονθάλο Ρουίθ, μεγάλου ευεργέτη, κάτοικου του Τολέδου και κύριου (ή ηγεμόνα) της γειτονικής πόλης Οργκάθ, που είχε πεθάνει 250 χρόνια πριν.
        Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, όταν ετοιμάζονταν να θάψουν τον ευσεβή κόμη, οι πιστοί βρέθηκαν μάρτυρες ενός ανήκουστου θαύματος: ο Άγιος Στέφανος και ο Άγιος Αυγουστίνος κατέβηκαν από τον ουρανό και ανέλαβαν οι ίδιοι την ταφή του, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για τις ευεργεσίες του στους θρησκευτικούς θεσμούς του Τολέδο.
        Η ευγενέστατη κυρία που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες, με χαρά αναγνωρίζοντας την ελληνικότητά μας, μας εξήγησε ότι για να κατανοήσουμε πλήρως τον πίνακα, έπρεπε να τον παρατηρήσουμε σε δύο επίπεδα: το επίγειο και το ουράνιο.
        Στο κάτω (επίγειο) μέρος της σύνθεσης οι δυο άγιοι, ντυμένοι με λειτουργικά άμφια, σηκώνουν τη σορό του κόμη, ενώ γύρω τους βρίσκονται άνθρωποι του 16ου αιώνα που θρηνούν για τον ευεργέτη τους, ανάμεσά τους ο πρωθιερέας της εκκλησίας και ο ίδιος ο ζωγράφος μαζί με τον γιο του, Χόρχε Μανουέλ.
        Το ανώτερο τμήμα του πίνακα αποδίδει το ουράνιο βασίλειο, με τον Χριστό στην κορυφή και τις μορφές της Παναγίας και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή πιο κάτω. O Άγιος Πέτρος με τα κλειδιά του, ο Δαβίδ με την άρπα του και οι υπόλοιποι άγιοι βρίσκονται πίσω σε βαθμίδες. Παρόντες είναι ο Μωυσής με τις πλάκες του νόμου και ο Νώε με την κιβωτό.
        Για μένα η πιο συγκινητική λεπτομέρεια ήταν η μικρή ημιδιαφανής φιγούρα, η άυλη και αθάνατη ψυχή του φιλάνθρωπου Κόμη, την οποία η Παναγία και ο Άγιος Ιωάννης παρακαλούν να την δεχτούν στον παράδεισο.
        Στεκόμενοι έκθαμβοι μπροστά στο θαυμάσιο έργο, αδυνατούσαμε να το αποσπαστούμε. Μόνο για αυτόν τον πίνακα να είχαμε έρθει, θα άξιζε. Τι να πρωτοθαυμάζαμε; Τα ρέοντα ιμάτια των αγίων; Τον τρόπο με τον οποίο η σορός του κόμη βρίσκεται άτονα στην αγκαλιά τους; Την υπέροχη γκαλερί των πορτρέτων των παρευρισκόμενων στην κηδεία; Ή την υπογραφή «Δομήνικος Θεοτοκόπουλος ο Κρης εποίησε» που μας γέμιζε με ιδιαίτερη συγκίνηση και περηφάνια;
        Μετά την εκπληκτική αυτή εμπειρία, κάθισαμε σ’ ένα γειτονικό ζαχαροπλαστείο για να ξεκουραστούμε και να απολαύσουμε φρέσκο χυμό πορτοκαλιού και «μάρτσιπαν» (αμυγδαλόπαστα με αραβική προέλευση), ενώ η ημέρα προχωρούσε.

«Νιώθοντας ευτυχείς που είχαμε την ευκαιρία να δούμε το μαγικό Τολέδο, καθήσαμε…»


        ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΣ την περιήγηση μας, εντοπίσαμε τον Πρωταρχικό Καθεδρικό Ναό της Παναγίας, ένα από τα σπουδαιότερα μνημεία του Τολέδο. Πλήθος τουριστών περίμενε ανυπόμονα να ανοίξει η πόρτα.
        Το κτίριο ήταν κάποτε συναγωγή του 12ου αιώνα, μια από τις παλαιότερες στην Ευρώπη.  Μετά τις διώξεις των Εβραίων από την Ισπανία, το κτίριο δεν καταστράφηκε αλλά μετατράπηκε σε εκκλησία, ύστερα από διακόσια χρόνια συνεχούς σχεδιασμού, κατασκευής και επέκτασης.
        Αν και κυριαρχούσε στον ουρανό της πόλης, ο γιγάντιος ναός δεν μας είχε εντυπωσιάσει με τίποτα το ιδιαίτερο εξωτερικά, ίσως επειδή η κουλτούρα της πόλης είχε επηρεαστεί εκείνη την εποχή από τους Άραβες, που πίστευαν πως η ομορφιά είναι ποιότητα που πρέπει να βρίσκεται εντός. Εσωτερικά, ο ναός έλαμπε από ασήμι και χρυσό, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα μεγαλοπρέπειας. Μείναμε άφωνοι ευθύς ως πατήσαμε πόδι μέσα του. Ο ασύλληπτος πλούτος της καθολικής εκκλησίας του Μεσαίωνα προβάλλονταν άπλετα εδώ.
         Αναρωτιέμαι αν υπάρχει εκκλησία στον κόσμο που το εσωτερικό της είναι πιο πλούσιο και συνάμα πιο όμορφο. Και είναι τόσο μεγάλος αυτός ο ναός που ογδόντα ιερείς μπορούν να συλλειτουργούν άνετα.
        ΣΤΟ ΣΚΕΥΟΦΥΛΑΚΙΟ του ναού, όπου επικρατούσε μια ατμόσφαιρα δέους και συγκίνησης, φιλοξενείτο κι ένας άλλος πίνακας του Ελ Γκρέκο: «Ο Διαμερισμός των Ιματίων του Χριστού, 1577-1579),» το αριστουργηματικό έργο που δεν έχει πάψει να θαυμάζεται από τότε που δημιουργήθηκε.
        Ο πίνακας απεικονίζει την στιγμή που ο Πόντιος Πιλάτος έχει παραδώσει τον Χριστό στους Ρωμαίους στρατιώτες και αυτοί είναι έτοιμοι να διαμελίσουν τα ιμάτια του πριν τον σταυρώσουν. Ο Ιησούς περιβάλλεται από τον εκατόνταρχο Λογγίνο και τον όχλο που τον χλευάζει, με σηκωμένες μακριές λόγχες και δόρατα. Κανείς δεν φαίνεται να δίνει προσοχή στον Χριστό που στέκεται απομονωμένος ανάμεσα στο πλήθος, εγκαταλειμμένος από την ανθρωπότητα.
        Στο προσκήνιο, ένας δήμιος τον κρατά μ’ ένα σχοινί κι είναι έτοιμος να του σκίσει το ιμάτιο για να τον προετοιμάσει για τη σταύρωση, ενώ δυο άνδρες μαλώνουν για το ποιος θα πάρει τα ρούχα του ως λάφυρα της υπηρεσίας που εξετέλεσαν.
        Ένας ξυλουργός με τις πλάτες γυρισμένες, ετοιμάζει τον Σταυρό, ανοίγοντας μια τρύπα για να διευκολύνει την εισαγωγή καρφιού που θα τρυπήσει τα πόδια του Χριστού. Δίπλα του, η Παρθένος Μαρία, η Μαρία Μαγδαληνή και η Μαρία η Σαλώμη, συλλογίζονται το γεγονός με αγωνία και θλίψη. Όλο το πάθος και όλος ο τρόμος της Χριστιανοσύνης σ’ αυτόν τον καμβά.
        Οι εκφράσεις των προσώπων συμπληρώνουν την τραγική ατμόσφαιρα. Σκιά καλύπτει το χυδαίο πρόσωπο του δήμιου, υπονοώντας το σκοτάδι της δύναμης που τον κινεί. Ο Ιησούς στέκεται με το πορφυρό ιμάτιο του (σύμβολο του θείου πάθους) και με τα έμπλεα δακρύων φωτεινά μάτια του στραμμένα προς τον ουρανό, υποδηλώνοντας την έντονη συναισθηματική του κατάσταση.

«Κοιτάζαμε τον πίνακα και η γαλήνια μορφή του Θεανθρώπου μας σπάραζε την καρδιά»


        Με το δεξί του χέρι στο στήθος, σε συνδυασμό με την έκφραση του προσώπου του, ο Ιησούς φαίνεται να δηλώνει ότι υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού, όπως είχε πει στη Γεθσημανή: «Πάτερ, εἰ βούλει παρένεγκε τοῦτο τὸ ποτήριον ἀπ᾽ ἐμοῦ, πλὴν μὴ τὸ θέλημά μου ἀλλὰ τὸ σὸν γεινέσθω.»
        Ο πίνακας ήταν για μας ένα βαθύ συναισθηματικό βίωμα. Κοιτάζαμε τον πίνακα και η γαλήνια μορφή του Θεανθρώπου μας σπάραζε την καρδιά. Θα θυμόμαστε αυτόν τον πίνακα πάντα με δέος. Κάτι τέτοιες εμπειρίες θα είχε στο μυαλό του ο ευφυολόγος Δουβλίνιος Όσκαρ Γουάιλντ όταν έγραψε:: «Η ζωή δεν μετριέται από τις αναπνοές που παίρνουμε αλλά από τα μέρη και τις στιγμές που μας κόβουν την ανάσα.»
         Εγώ προσωπικά ένιωθα σαν σε παραλήρημα, λες και ήμουν παρών την ιστορική αυτή στιγμή του Χριστιανισμού και άκουγα: «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Και, άθελα μου, βρέθηκα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Θεσσαλονίκης όπου ο κορυφαίος πρωτοψάλτης Χρύσανθος Θεοδοσόπουλος έψαλλε το Δοξαστικό των Αίνων της Ακολουθίας των Αχράντων Παθών: «Ἐξέδυσάν με τά ἱμάτιά μου…» Άκουγα αυτά τα λόγια, τη φωνή του Εσταυρωμένου, και ανατρίχιαζα.
        Συνεχίζοντας, ενώ οι καμπάνες του καθεδρικού ναού χτυπούσαν με βαθιά κουρασμένη φωνή, βρήκαμε την τριγωνική κεντρική πλατεία «Θοκοδόβερ», στην Εβραϊκή Συνοικία, το ομορφότερο μέρος του Τολέδο. Τα κτίρια εδώ, με ποικιλία αρχιτεκτονικών στυλ από διαφορετικές περιόδους, αφηγούνταν την πολυσέλιδη ιστορία της πόλης, όπου κάποτε συμβίωσαν με αρμονία και μεγαλούργησαν τρεις πολιτισμοί: ο χριστιανικός, ο εβραϊκός και ο μουσουλμανικός πολιτισμός.
         Νιώθοντας ευτυχείς που είχαμε την ευκαιρία να δούμε το μαγικό Τολέδο μέσα από τα μάτια του Ελ Γκρέκο, καθήσαμε για φαγητό και λίγη ξεκούραση σ’ ένα εστιατόριο στην πλατεία, πριν επιστρέψουμε στο σταθμό για το λεωφορείο μας προς τη Μαδρίτη.
        ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ της επιστροφής, σκεφτόμουν τον ξυλουργό του Ελ Γκρέκο, που ήταν σχολαστικά απορροφημένος «κάνοντας τη δουλειά του.». Η αφοσίωσή του στο νοσηρό έργο του, αδιάφορος για την τραγωδία γύρω του, μ’ έκανε να αναρωτιέμαι πόσο εύκολο είναι να εγκλωβιζόμαστε στην καθημερινότητά μας και να μην μας «καίγεται καρφί» για τα όσα γίνονται γύρω μας. Το κακό γίνεται ακόμη και όταν καλοί άνθρωποι δεν κάνουν τίποτα.
        Ας μας θυμίζει αυτός ο ξυλουργός πόσο σημαντικό είναι να νοιαζόμαστε για το κακό ή το άδικο γύρω μας όταν «κάνουμε τη δουλειά μας.» Διότι, όπως τόνισε ο Άγγλος ποιητής και ιεροκήρυκας Τζον Ντον αιώνες πριν (1572-1631), «Του κάθε ανθρώπου ο θάνατος εμένα τον ίδιο λιγοστεύει, γιατί είμαι ένα με την ανθρωπότητα.»

        Καλή Ανάσταση, φίλοι μου.

        Δρ. Νίκος Δ. Κοκκώνης

Συγγραφέας του βραβευμένου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)
Www.MyArcadiaBooks.Com

LEAVE A REPLY

Please enter your comment!
Please enter your name here