
Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
ΝΙΩΘΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ανάγκη για αναζωπύρωση, η σύζυγος μου (Πόπη) κι εγώ αποφασίσαμε τον Ιούλιο του 2013 να επισκεφτούμε για λίγες μέρες τη Νάξο, όπου οι μητρικές προγονικές της ρίζες είναι βαθιές. Ο παππούς της, ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Κορρές, και η γιαγιά της Καλλιόπη Ναξιώτες ήταν, όπως και ο στενός συγγενής Στυλιανός Κορρές (1910-1989), πρύτανης και ιδρυτής της Εταιρίας Κυκλαδικών Μελετών. Στη Νάξο είχε ζήσει όμορφες στιγμές και η Πόπη με τους γονείς της. Είχα ακούσει τόσα πολλά για το νησί, που τώρα αισθανόμουν κι εγώ νοσταλγός του.
Το πρωινό ταξίδι μας από το λιμάνι του Πειραιά ως εκεί (απόσταση 155 χιλιόμετρα), με Blue Star Ferry και μ’ ένα δροσερό μελτέμι να μας δροσίζει, ήταν ευχάριστο και κράτησε γύρω στις τέσσερις ώρες.
Η ΟΛΟΛΕΥΚΗ ΧΩΡΑ, κύριο λιμάνι και πρωτεύουσα του νησιού, που εδώ και δέκα αιώνες στολίζει με την ομορφιά της τον τόπο, μας καλωσόρισε πριν καλά καλά δέσει το καράβι. Πατώντας πόδι στην πόλη, με τα λευκά αιγαιοπελαγίτικα σπίτια, τα παλιά πέτρινα αρχοντικά, τα γραφικά στενά σοκάκια και τις καμάρες, αισθανόμασταν ότι βρισκόμαστε σ’ ένα τόπο με χαρακτήρα φιλόξενου αρχαίου άστεως. Μας κέρδισε από την πρώτη στιγμή.
Αφήσαμε τις βαλίτσες μας στο ξενοδοχείο, πήραμε ένα δροσιστικό και φύγαμε για τη νησίδα (που οι ντόπιοι ονομάζουν «Παλάτια»), με το λείψανο ναού του θεού Απόλλωνα.
Ανεβαίνοντας στη βραχώδη νησίδα (που συνδέεται με τη Νάξο μ’ ένα μονοπάτι) μέσα από θάμνους, δάφνες και αγριολούλουδα, πλησιάσαμε τη μαρμάρινη «Πορτάρα,» που στεκόταν περήφανη πάνω στην πλαγιά του λόφου. Μνημειώδες θύρωμα του ναού που άρχισε να χτίζεται τον 6ο αιώνα π.Χ., αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η πύλη, που γοήτευε με την υποβλητική δύναμη της, φαινόταν απλή σε ασυνήθιστο βαθμό, αλλά σ’ αυτή την απλότητα υπήρχε αληθινή ομορφιά.
Εδώ στη νησίδα, επισκεφτήκαμε και τη μικρή πλαζ που έχει συνδεθεί με την Μινωίτισσα Αριάδνη, τον Θησέα και τον Διόνυσο, τη μυθική ιστορία αγάπης που σχετίζεται με τη Νάξο. Ιστορία που έχει εμπνεύσει συνθέτες και θεατρικούς συγγραφείς του κόσμου και συνεχίζει να εκπλήσσει μικρούς και μεγάλους. Το 1912, ο μουσουργός Ρίτσαρντ Στράους την πραγματεύθηκε και την έκανε θέμα της όπερας του «Αριάδνη στη Νάξο,» μαγευτικό αριστούργημα με πλούσιες δοξαστικές μελωδίες.
Σύμφωνα με τη ναξιώτικη εκδοχή του μύθου, η κρητική πριγκίπισσα, αφού είχε βοηθήσει τον Θησέα να σκοτώσει τον Μινώταυρο, τον ερωτεύτηκε και δραπέτευσε μαζί του. Στο δρόμο για Αθήνα, σταμάτησαν στη Νάξο για ανεφοδιασμό. Εδώ, ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη την ώρα που κοιμόταν στην παραλία, και αυτός κοιμήθηκε στο πλοίο με τους συντρόφους του.
Στο μεταξύ, ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού και του κεφιού και κάτοικος του νησιού, είδε την όμορφη πριγκίπισσα και την αγάπησε παράφορα. Μόλις ξύπνησε η Αριάδνη, τον είδε να στέκεται δίπλα της και να της λέει λόγια τρυφερά. Τον ρώτησε για τον Θησέα, κι εκείνος της απάντησε ότι είχε φύγει. Ο Διόνυσος απήγαγε την πονεμένη Αριάδνη και την έκανε σύζυγό του. Μια νύχτα την οδήγησε στο Όρος Δρυός και απ’ εκεί στον Όλυμπο και την έκανε αθάνατη. (Έτσι αναπτύχθηκε η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί.)
Στο γυρισμό από τη νησίδα, ρίξαμε μια μάτια πίσω. Καθώς ατενίζαμε τη θάλασσα, μπορούσαμε σχεδόν να δούμε την όμορφη Αριάδνη να λούζεται και μετά να ξαπλώνει για να κοιμηθεί κάπου εκεί κοντά. Ξαφνικά, νομίσαμε σαν να την ακούσαμε να θρηνεί για τη μοίρα της, να θρηνεί τη χαμένη της αγάπη. Αχάριστε Θησέα, που εγκατέλειψες τον φύλακα-άγγελο σου! Μπορούσες εσύ να γίνεις ήρωας στην Κρήτη χωρίς τον μίτο της;

ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΠΡΩΙ φύγαμε για το Κάστρο, απομεινάρι μιας παλιάς ενετικής πόλης, για να δούμε την Εμπορική Σχολή, κάποτε φημισμένη, όπου είχε φοιτήσει ο Νίκος Καζαντζάκης.
Ο ανηφορικός δρόμος, που γρήγορα ανέβασε τους παλμούς της καρδιάς μας, μας έφερε στο πιο ψηλό σημείο του καστροπολιτείας, απ’ όπου ανταμειφθήκαμε με την υπέροχη θέα του Αιγαίου. Το περπάτημα φαινόταν σαν ταξίδι πίσω στο χρόνο, με κάθε γειτονιά να διατηρεί τη μεσαιωνική της γοητεία. Περνώντας από στενά σοκάκια με στεγάδια και παλιά αρχοντικά με οικόσημα στα υπέρθυρά τους, αισθανόμασταν πως μπαίναμε σ’ ένα διαφορετικό κόσμο.
Βρήκαμε την «Οδό Καζαντζάκη» και, σε κοντινή απόσταση, την Εμπορική Σχολή, τώρα Αρχαιολογικό Μουσείο. Καθώς τραβούσαμε φωτογραφίες, βγήκε από την πόρτα μια αρχοντική κυρία. Την χαιρετήσαμε και συστηθήκαμε.
Η κυρία μας πληροφόρησε πως η Σχολή έκλεισε το 1927, ύστερα από τριακόσια χρόνια λειτουργίας. Όσο για τον Καζαντζάκη, μας είπε ότι εδώ ήρθε με τους γονείς του μετά την τελευταία μεγάλη Κρητική Επανάσταση (γύρω στα 1897) και ότι εδώ μελέτησε τη γαλλική και την ιταλική γλώσσα για δυο χρόνια, πριν φύγει για Ρώμη.
Ευχαριστήσαμε την κυρία και πήραμε το δρόμο του γυρισμού.
ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΤΗΣ επόμενης μέρας, επισκεφτήκαμε την Απείρανθο (περίπου 26 χιλ. από Χώρα). Φυτεμένο αμφιθεατρικά στις πλαγιές του όρους Φανάρι, το αυθεντικό και μαγικό κεφαλοχώρι, με πρώτη αναφορά που χρονολογείται στο 1420, φαινόταν να είχε παραμείνει ανέγγιχτo από τον χρόνο, με φανερά σημάδια της βενετσιάνικης εποχής.
Περπατήσαμε σε ελικοειδή μαρμαροστρωμενα σοκάκια, με αρχοντικά, διώροφα πετρόχτιστα σπίτια, ενετικούς πύργους και καλαίσθητα καταστήματα, όπου η σχέση του ανθρώπου με την τέχνη φαινόταν ζωντανή. Εδώ είχαν ανθίσει οι τέχνες και τα γράμματα, όπως έδειχναν οι πολιτιστικοί χώροι που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον: μουσεία, εργαστήρια κλωστοϋφαντουργίας, βιβλιοθήκη και γκαλερί με πίνακες.
Αφού χαζέψαμε λίγο μ’ ένα αναψυκτικό στο καφενείο «Απείρανθος» στην «Πλάτσα,» βρήκαμε μια ξύλινη σκαλίτσα που οδηγούσε στην αυλή της «Ταβέρνας του Λευτέρη», δημοφιλές στέκι, και εκεί, σε μια βεράντα κάτω από μια γέρικη καρυδιά, απολαύσαμε ένα αξέχαστο μεσημεριανό: φρικασέ με αρνί, συνοδευόμενο με χρυσοκόκκινες τηγανιτές πατάτες Νάξου, τις καλύτερες στην Ελλάδα—και ένα ποτήρι λευκό του «Οινοποιείου Κορρέ».
Από τον ευγενικό και φιλικό σερβιτόρο, που μετά το γεύμα μας πρόσφερε ένα κέρασμα λικέρ κίτρο, μάθαμε πως μερικοί κάτοικοι του νησιού συνάγουν την καταγωγή τους από τους Παλαιολόγους, μερικοί από τους Κομνηνούς και άλλοι από τις ευγενέστερες βενετικές οικογένειες.
ΝΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ μέρα, μ’ ένα λαμπρό ήλιο στον καταγάλανο ουρανό του Ιουλίου, φύγαμε για τον Απόλλωνα (περίπου 36 χιλ. από τη Χώρα), που επίσης κατοικείται από την αρχαιότητα. Σ’ αυτό το ψαροχώρι, το μοναδικό στο νησί, όπου το βουνό συναντά το πέλαγος, πρωτοξεκίνησε, λένε, η μαρμαρογλυπτική, η μεγαλύτερη τέχνη της αρχαιότητας.
Ο δρόμος φίδωνε σ’ όλη τη διαδρομή και μας πρόσφερε υπέροχες θέες. Διανύοντας εύφορες πεδιάδες και λοφίσκους, είδαμε ατέλειωτες σειρές ελαιόδεντρων και μεγάλη αφθονία καρπών, όπως σύκα, ρόδα, νεράντζια και άλλα. Ακόμη και τα πιο τραχιά μέρη του νησιού ήταν φυτεμένα μ’ ελιές και οι πλαγιές των λόφων βάραιναν με πορτοκάλι και λεμόνι.
Από μακριά το γραφικό χωριό, με τ’ ασβεστωμένα σπίτια του, φάνταζε σαν μια παλέτα από χρυσό, λευκό και το γαλάζιο του Αιγαίου. Όταν μπροστά μας φάνηκε ο μικρός κόλπος με τα καταγάλανα νερά και την αμμώδη παραλία του, η Πόπη μόνο που δεν έκλαψε. Ένα κύμα νοσταλγίας την είχε κατακλύσει. Στα μάτια της μπορούσα να διαβάσω: «Αναμνήσεις γλυκές βουτηγμένες στην αλμύρα της θάλασσας! Απόλλωνας…Πόσο μου λείπουν εκείνες οι στιγμές!»
Ανάμεσα σε μια ομάδα παιδιών, που μάζευαν βότσαλα και έπαιζαν στην άμμο, νόμισα πως διέκρινα το εξάχρονο γελαστό κορίτσι που η καλή μου τύχη έφερε στη ζωή μου. Μοναδικές τρυφερές στιγμές.
ΜΕ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ, ΤΑΒΕΡΝΕΣ, τουριστικά καταστήματα και καφενέδες σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο, ο Απόλλωνας ήταν ιδανικό μέρος για χαλάρωση καθώς και καλή βάση για εξερεύνηση της γύρω περιοχής—και οι καλόκαρδοι συγγενείς έκαναν την παραμονή μας αξέχαστη.
Την Κυριακή, μια μέρα μετά την άφιξη μας, νιώσαμε ιδιαίτερη χαρά που βρεθήκαμε όλοι μαζί στην εκκλησία και μετά σε συγγενικό σπίτι για καφέ και παραδοσιακό γλυκό της Νάξου: το «μελαχρινό». Πρόκειται για μία ντόπια καρυδόπιτα, που περιέχει μικρή ποσότητα από κίτρο και σερβίρεται με παγωτό καϊμάκι.
Το μεσημέρι απολαύσαμε φρέσκο ψάρι (τσιπούρα της σχάρας), με αρωματικό λαδολέμονο, με χόρτα που είχαν κοπεί με το χέρι από κήπο και βουτυράτη γραβιέρα Νάξου, στην παραλιακή ψαροταβέρνα του Απόστολου Κορρέ, ενώ από το Αιγαίο ερχόταν δροσερό μελτέμι.
Το απόγευμα, μια ξαδέρφη της Πόπης μας πήρε με το αυτοκίνητο της να δούμε την Κωμιακή, το ορεινότερο χωριό της Νάξου και με πληθυσμό γύρω στους 500 κατοίκους, που ασχολούνται κυρίως με την κτηνοτροφία, τη γεωργία και τον περαστικό τουρισμό. Πρόκειται για έναν από τους παλαιότερους οικισμούς της βορειοανατολικής Νάξου, με αναφορά σε έγγραφα που χρονολογούνται γύρω στο 1537.
Εδώ ερχόταν τα καλοκαίρια μικρή η Πόπη με τους δικούς της να επισκεφτούν τη «Θεία Ειρήνη.» Εδώ υπάρχει και το έθιμο της Κούνιας, τη Δευτέρα του Πάσχα, με τα αγόρια να στήνουν τις κούνιες για τα κορίτσια και να τους απαγγέλλουν αυτοσχέδια ποιήματα καθώς τα κουνούν πέρα δώθε.
Ήταν μια ευχάριστη μικρή διαδρομή, με αιωνόβια πλατάνια να στεφανώνουν το δρόμο, με βελανιδιές, αμπέλια, ρυάκια και παλιά γεφύρια, που μας συνέδεσαν με τη φύση. Από μακριά, τα παραδοσιακά πέτρινα αρχοντικά, σκαρφαλωμένα σε καταπράσινες πλαγιές, ήταν μια ζωγραφιά. Αφήσαμε το αυτοκίνητο στο χώρο στάθμευσης, στο τέλος του δρόμου, και συνεχίσαμε με τα πόδια.
Περπατήσαμε μέχρι το κέντρο του χωριού και γρήγορα βρεθήκαμε μπροστά στο εγκαταλελειμένο σπίτι της «Θείας Ειρήνης». Θύμισες, η μία μετά την άλλη, βούρκωσαν τα μάτια της Πόπης και της έκοψαν την ανάσα. Ο κήπος, μπροστά από το λιθόκτιστο μικρό αρχοντικό, κάποτε γεμάτος τριανταφυλλιές, ανεμώνες και λεβάντες που πότιζε, τα μαρμάρινα σκαλιά που είχε περπατήσει και η μεγάλη φιλόξενη πόρτα—όλα της μιλούσαν τώρα με παράπονο. Γλυκές νοσταλγικές στιγμές.
Διαβήκαμε σε πλακόστρωτα σοκάκια, με καμάρες και στέγαστρα και με ασπροβαμμένα σκαλοπάτια που ενώνουν τις κάτω γειτονιές με τις πάνω. Κάθε λίγο σταματούσαμε για να χαρούμε τα νησιώτικα σπίτια με παμπάλαιες πόρτες, βαμμένες με έντονες αποχρώσεις που τόνιζαν τα χρώματα των λουλουδιών ολόγυρα μας. Όπου κι αν κοιτούσαμε, ανθισμένα πολύχρωμα λουλούδια, γεμάτα ζωή, έχυναν το χρώμα τους από τοίχους σπιτιών, από βεράντες και μπαλκόνια. Το χωριό ήταν τόσο πολύχρωμο, που φάνταζε σαν μια μικρή χρυσή γλάστρα
Τελικά, φτάσαμε στο νεκροταφείο, ανάψαμε ένα καντηλάκι, πήραμε λίγες φωτογραφίες του τάφου της θείας και άλλων συγγενών και σε λίγο, βαδίζοντας πιο ανηφορικά, βρεθήκαμε σε μια μικρή πλατεία με ταβερνούλες κι ένα καφενέ. Στον εξώστη εκεί, σε μια ατμόσφαιρα απόλυτης ηρεμίας και γαλήνης, και με θέα τη Θάλασσα του Ίκαρου, οι τρεις μας απολαύσαμε ένα καφέ, πριν γυρίσουμε στη βάση μας.

δεν έμελε να του βρουν. Άτυχε Κούρε!»
ΗΜΟΥΝ ΠΟΛΥ ανυπόμονος να δω τον μυστηριώδη «κοιμισμένο» Κούρο του Απόλλωνα, δημοφιλές αξιοθέατο του νησιού, που «ξεκουράζεται» εδώ και αιώνες ξαπλωμένος στο έδαφος. Πρόκειται για ένα ημιτελές γιγάντιο άγαλμα που εικάζεται ότι έχει κατασκευαστεί στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. από ανοιχτό γκρι ναξιώτικο μάρμαρο, με υπερφυσικές αναλογίες: ύψος 11 μέτρα και βάρος που εκτιμάται γύρω στους 80 τόνους. Είχε βρεθεί παρατημένο στην πλαγιά ενός λόφου, κοντά στο αρχαίο λατομείο—και κανείς δεν γνωρίζει με σιγουριά για πού προοριζόταν, ποιός το παρήγγειλε και γιατί δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Το επόμενο πρωί, ανεβαίνοντας τα απότομα, προσαρμοσμένα παλιά σκαλοπάτια της πέτρινης πλαγιάς, μέχρι πάνω το ύψωμα, στη θέση που ονομάζεται «Καλόγερος», βρέθηκα δίπλα του. Είχα δει αγάλματα Κούρων και είχα σταθεί μπροστά τους θαυμάζοντας τα. Όμως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη εδώ τώρα.
Θωρώντας το μισοτελειωμένο άγαλμα, αισθανόμουν λύπη. Ήταν σαν να έβλεπα μπροστά μου έναν άτυχο άνθρωπο που είχε βρει πρόωρα το θάνατο του. Ο «κοιμισμένος» Κούρος φάνταζε σαν ένα κακόμοιρο άνδρα που τάφο δικό του, έστω σ’ ένα κοινό τάφο αγνώστων, αζήτητων ή άπορων ανθρώπων, δεν έμελε να του βρουν. Άτυχε Κούρε!
Κατεβαίνοντας από το λόφο, χάρηκα την εκθαμβωτική θέα του γραφικού Απόλλωνα και του γαλάζιου του Αιγαίου. Ένα νέο ζευγάρι τουριστών από τη Γερμανία, που μόλις έφταναν στο λόφο, πρόσφεραν να μου τραβήξουν μια αναμνηστική φωτογραφία.
ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, αργά το απόγευμα, αποχαιρετήσαμε τους συγγενείς μας και γυρίσαμε στη Χώρα.
Δεν μας έκανε καρδιά να αφήσουμε τη Νάξο, το αυθεντικό, το διαμάντι νησί, ευλογημένο από τους Θεούς με πλούτο γης, μαγευτικά τοπία και μοναδική παράδοση—και ευγενικούς ανθρώπους; Πόσο δίκιο είχε ο Νίκος Καζαντζάκης που έγραψε στην «Αναφορά στον Γκρέκο»: «Αν ο Παράδεισος ήταν στη γη, θα ήταν εδώ».
Είχαμε πέσει σ’ έρωτα με το νησί της Αριάδνης. Είμασταν ευτυχείς—και πιο ευτυχείς ακόμα που είχαμε δει και τους καλούς συγγενείς μας από κοντά.
Γοητευτική Νάξο, σ’ ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σου!
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Συγγραφέας του βραβευμένου «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)
Visit Www.MyArcadiaBooks.Com