Home ΑΜΕΡΙΚΗ Ο ομογενής δικηγόρος Ανδρέας Άκαρας συγκέντρωσε 73 υπογραφές βουλευτών που στάλθηκαν στον...

Ο ομογενής δικηγόρος Ανδρέας Άκαρας συγκέντρωσε 73 υπογραφές βουλευτών που στάλθηκαν στον Αντονι Μπλίνκεν

ΟΥΑΣΙΓΚΤΟΝ – του Πέτρου Κασφίκη

Να καταστήσει την Τουρκία υπόλογη για την επίθεση που είχαν πραγματοποιήσει οι σωματοφύλακες του Ερντογάν εναντίον διαδηλωτών στην Ουάσιγκτον ζητούν περισσότερα από 70 μέλη του Κογκρέσου από τον Άντονι Μπλίνκεν. Η επιστολή επαναφέρει στο προσκήνιο τα επεισόδια που είχαν λάβει χώρα πριν από 7 χρόνια στο πλαίσιο της επίσημης επίσκεψης του Τούρκου Προέδρου στον Λευκό Οίκο το 2017.

«Καλούμε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ενεργώντας για λογαριασμό της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών και σεβόμενο τη βούληση του Κογκρέσου, να πιέσει για αυτό το θέμα, αναδεικνύοντας το στον πρόεδρο Ερντογάν και στις τουρκικές αρχές ως βασικό στοιχείο για τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μας», σημειώνουν οι βουλευτές στην επιστολή τους.

Πρόκειται για μια κίνηση που έρχεται στον απόηχο της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να απορρίψει τη προσφυγή της Τουρκίας για τη μη εκδίκαση της υπόθεσης.

Οι νομοθέτες καλούν τον Άντονι Μπλίνκεν και την αμερικανική κυβέρνηση να σεβαστεί τη βούληση του Κογκρέσου και να πιέσει την τουρκική κυβέρνηση για το συγκεκριμένο θέμα, αναδεικνύοντας το σε βασικό στοιχείο στις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών.

Όπως σημειώνεται, «οι αγωγές του Lusik Usoyan και Kasim Kurd αντιπροσωπεύουν τον μοναδικό ρεαλιστικό τρόπο με τον οποίο τα θύματα θα μπορέσουν να λάβουν μια αποζημίωση για τους σημαντικούς τραυματισμούς που υπέστησαν και την παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών τους».

Η επιστολή που στάλθηκε συμβολικά εφτά χρόνια μετά το χτύπημα των ανδρών της ασφάλειας του Ερντογάν επιδιώκει να κρατήσει ζωντανό το πολιτικό ενδιαφέρον για την υπόθεση, καθώς συνεχίζουν να εκκρεμούν οι δικαστικές αγωγές που έχουν ασκηθεί από Αμερικανούς πολίτες εναντίον της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

«Γνωρίζουμε ότι το Στέιτ Ντιπάρτμεντ επιδιώκει επί του παρόντος ένα πολύπλευρο άνοιγμα με την Τουρκία και πιστεύουμε ότι μια δίκαιη επίλυση των υποθέσεων Lusik Usoyan και Kasim Kurd μπορεί να διασφαλίσει ότι αυτές οι προσπάθειες είναι εποικοδομητικές. Επαναλαμβάνουμε τη θέση μας ότι η Τουρκία πρέπει να λογοδοτήσει για τις βίαιες επιθέσεις που διαπράχθηκαν από τους άνδρες της προεδρικής ασφάλειας της στο Sheridan Circle», επισημαίνουν οι νομοθέτες στην επιστολή.

Η πρωτοβουλία για την επιστολή ανήκει στο ομογενή δικηγόρο Ανδρέα Άκαρα, ο οποίος εκπροσωπεί ορισμένους από τους διαδηλωτές και έκανε τις απαραίτητες κινήσεις στο Κογρκέσο για τη συλλογή των υπογραφών. Όπως επισημαίνει είναι εξαιρετικά σπάνιο σε μια νομική υπόθεση να εξελίσσεται παράλληλα με το δικαστικό και ένα πολιτικό σκέλος, καθώς τα αμερικανικά δικαστήρια έχουν ζητήσει επανειλημμένα τη γνωμοδότηση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για το συγκεκριμένο θέμα.

«Αυτό που κάνει αυτή τη δική να ξεχωρίζει είναι ότι πρόκειται για μια νομική διαμάχη που εξελίσσεται μέσα σε ένα πολιτικά φορτισμένο περιβάλλον. Και τα τρία σώματα της αμερικανικής κυβέρνησης έχουν μιλήσει εναντίον της Τουρκίας και ξεκαθαρίζουν ότι ακόμη και μετά από 7 χρόνια η δικαστική διαδικασία θα προχωρήσει. Η δίκη εκθέτει τις τουρκικές αρχές για τις πρακτικές διεθνικής καταστολής (transnational repression) και φτάνει μέχρι τον ίδιο τον πρόεδρο Ερντογάν», εξήγησε ο Ανδρέας Άκαρας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιστολή φέρει την υπογραφή μεταξύ άλλων σημαντικών νομοθετών από την Επιτροπή Διεθνών Υποθέσεων της Βουλής, καθώς και του πρώην επικεφαλής της πλειοψηφίας των Δημοκρατικών Steny Hoyer.

Ο Πέτρος Κασφίκης είναι διαπιστευμένος ανταποκριτής για τον τηλεοπτικό σταθμό MEGA και την εφημερίδα Το Βήμα στον Λευκό Οίκο, στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, και στο Καπιτώλιο. Για τις τελευταίες εξελίξεις και τα τελευταία γεγονότα από την Ουάσιγκτον μπορείτε να κάνετε εγγραφή στο YouTube:

youtube.com/c/PKas?sub_confirmation=1

Τα «Κρυφτό» της Τουρκίας με την Αμερικανική Δικαιοσύνη

Πρόσφατα το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο των ΗΠΑ έβαλε ένα οριστικό τέλος στο παιχνίδι των συνεχών εφέσεων που έπαιζε η τουρκική κυβέρνηση με στόχο να ανατρέψει τις αποφάσεις που είχε λάβει η αμερικανική δικαιοσύνη για τις βιαιοπραγίες που είχαν εκδηλωθεί εναντίον διαδηλωτών στην Ουάσιγκτον.

Η τουρκική πλευρά είχε προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς είχε ζητήσει να επανεξεταστούν οι αποφάσεις που είχε λάβει τόσο το Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον όσο και το Εφετείο, τα οποία είχαν αποφανθεί ότι η βία που ασκήθηκε από το προσωπικό ασφαλείας του Τούρκου προέδρου δεν χρήζει ασυλίας και συνεπώς τα αμερικανικά δικαστήρια διαθέτουν την απαραίτητη δικαιοδοσία για να εκδικάσουν τις αγωγές που έχουν ασκηθεί.

Ωστόσο, η αμερικανική κυβέρνηση απέρριψε κατηγορηματικά τη βάση του νομικού επιχειρήματος της Τουρκίας και εισηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο μέσω του νομικού της εκπροσώπου (solicitor general) να απορρίψει αυτό το αίτημα και να ανοίξει έτσι τον δρόμο για την εκδίκαση της υπόθεσης. Η αμερικανική κυβέρνηση τήρησε αυτή τη στάση τόσο στο εφετείο του περιφερειακού δικαστηρίου όσο και στο Ανώτατο Δικαστήριο. 

Στο σκεπτικό που είχε παρουσιάσει η νομική εκπρόσωπος των ΗΠΑ, Ελίζαμπεθ Πρέλογκαρ, σημειώνε ότι «τα γεγονότα που διαπιστώθηκαν από το Περιφερειακό Δικαστήριο και έγιναν αποδεκτά από το Εφετείο των ΗΠΑ αποδεικνύουν ότι το τουρκικό προσωπικό ασφαλείας χρησιμοποίησε βία που υπερβαίνει κάθε αντίληψη της αποστολής που έχει για την παροχή προστασίας. Ως εκ τούτου, η χρήση βίας δεν προστατεύεται από τον νόμο FSIA (Foreign Sovereign Immunities Act)». Υπό αυτό το πρίσμα, η νομική εκπρόσωπος είχε υποστηρίξει ότι το Εφετείο κατέληξε στο σωστό συμπέρασμα και συνεπώς η απόφασή του δεν δικαιολογεί επανεξέταση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Συνεχίζοντας το σκεπτικό της, η νομική εκπρόσωπος αντέκρουσε ακόμα ένα επιπλέον επιχείρημα της τουρκικής πλευράς, το οποίο πρόβαλε το σκεπτικό ότι μια τέτοια απόφαση θα έχει αρνητικές συνέπειες για τις διεθνείς σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών.

Η εκπρόσωπος έκρινε ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση είναι λανθασμένη, καθώς όπως υπογράμμισε «οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτιμούν τη σχέση τους με την Τουρκία, σύμμαχο του ΝΑΤΟ,  και έχουν πρωταρχικό συμφέρον να προστατεύσουν τους διπλωμάτες και τους ανώτερους αξιωματούχους τους που ταξιδεύουν στο εξωτερικό. Όμως, η απόφαση δεν υπονομεύει αυτά τα συμφέροντα. Η απόφαση συνάδει με άλλες αποφάσεις στις οποίες τα δικαστήρια των ΗΠΑ έκριναν ότι τα ξένα κράτη δεν δικαιούνται κυρίαρχη ασυλία για αδικοπραξίες που περιλαμβάνουν τη χρήση βίας εντός των ΗΠΑ».

Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετήσει τελικώς αυτή τη γνωμοδότηση, απορρίπτοντας την προσφυγή της τουρκικής κυβέρνησης. Αυτό σημαίνει ότι πλέον η υπόθεση θα εκδικαστεί κανονικά, καθώς η Τουρκία έχει πλέον εξαντλήσει όλα τα διαθέσιμα νομοθετικά εργαλεία για την ανατροπή των προηγούμενων αποφάσεων. Ωστόσο, μετά την απόρριψη της προσφυγής της στο Ανώτατο Δικαστήριο, η Τουρκία φαίνεται πως έχει πλέον αποφασίσει να μην δώσει το παρών στις δίκες που θα λάβουν χώρα.

Το Ιστορικό της Υπόθεσης

Η μήνυση κατατέθηκε από Αμερικανούς πολίτες εναντίον όχι φυσικών προσώπων αλλά εναντίον του τουρκικού κράτους. Από την πλευρά της, η Τουρκία υποστήριξε ότι χρήζει ασυλίας και συνεπώς το συγκεκριμένο περιστατικό δεν μπορεί να τεθεί στη κρίση του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ουάσιγκτον.

Σε πρωτόδικο επίπεδο, το Περιφερειακό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια της ασυλίας. Η τουρκική πλευρά, όμως, άσκησε έφεση με βασικό επιχείρημα ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες έγιναν για λόγους προστασίας του προέδρου, ο οποίος βρισκόταν στα σκαλιά της πρεσβευτικής κατοικίας. Με δεδομένο ότι η υπόθεση αφορούσε την εμπλοκή μιας ξένης κυβέρνησης, οι δικαστές ζήτησαν τη γνωμοδότηση των τριών αρμόδιων κυβερνητικών υπηρεσιών (Υπουργείο Δικαιοσύνης, Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Μυστική Αστυνομία).

Στη συνέχει ακολούθησε η κοινή γνωμοδότηση που κατατέθηκε με υπόμνημα στο Περιφερειακό Δικαστήριο της Ουάσιγκτον. Σε αυτό το κείμενο, το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης σε συνεργασία με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και την μυστική αστυνομία (secret service) κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η Τουρκία δεν πληροί τα κριτήρια της ασυλίας που προβλέπεται στον νόμο «Foreign Sovereign Immunities Act» (FSIA). Αιτιολογώντας το σκεπτικό τους, οι τρεις υπηρεσίας υποστήριξαν ότι οι επίμαχες πράξεις δεν έγιναν για λόγους προστασίας του Τούρκου προέδρου και συνεπώς δεν απολαμβάνουν την ασυλία που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις του νόμου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ηγετικά στελέχη από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής και την Επιτροπή Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας είχαν στείλει επιστολή στον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν με την οποία του ζητούσαν να ξεκαθαρίσει ότι η Τουρκία δεν διαθέτει ασυλία βάσει του νόμου «Foreign Sovereign Immunities Act» (FSIA).