Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
ΤΡΙΠΟΛΗ, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ του 1961.
Δύσκολες μέρες εκείνες για μένα, καθώς προσπαθούσα να βρω τρόπο να φύγω για σπουδές στην Αμερική. Μέρες γεμάτες αγωνία και πόνο. Πολλοί από τους συμμαθητές μου είχαν ήδη φύγει. Όμως, πού να βρεθεί εγγυητής για μένα; Οι ημιγράμματοι, μικροαγρότες γονείς μου δεν είχαν κανέναν εκεί. Έπρεπε μόνος μου να βρω τη λύση στο πρόβλημα μου. Και η μάνα μου, που δεν άντεχε να με βλέπει στενοχωρημένο, μου έλεγε κάθε τόσο: «Παιδάκι μου, σταμάτα να ζευγαρίζεις αέρα!» Η ελπίδα εκείνες τις μέρες είχε κρεμαστεί απ’ όπου μπορούσε: από την πίστη, από μια γνωριμία, από ένα φίλο.
Και με τέτοιες σκέψεις να βασανίζουν το ανήσυχο μυαλό μου, καθώς έβγαινα από το φροντιστήριο αγγλικών μια μέρα, κατευθυνόμενος προς το γραφείο της τοπικής εφημερίδας όπου θα παρέδιδα ένα κείμενο (το δευτερο μου) που είχα συντάξει, έπεσα πάνω σ’ ένα καλό φίλο, τον Κώστα Μαυρόγιαννη, μηχανικό της ΔΕΗ για χρόνια και πολύ αγαπητό στον κόσμο της πόλης.
Όντας επαρχιωτόπουλο από τη λασπερή φτώχεια της Αρκαδίας, πάντα προσπαθούσα να γίνω φίλος μ’ ανθρώπους που είχαν ξεθάψει τον εαυτό τους από το σκοτάδι, πολύ καλύτερους από μένα, έξυπνους, διαβασμένους και ευγενικούς, μορφωμένους και εμπιστευτικούς, και μετά να τους εκτιμήσω για όσα μπορούσαν να μου διδάξουν και ν’ ακούσω να πουν κάτι για μένα, ανεξάρτητα από το πόσο καλό ή άσχημο. Ο Κώστας Μαυρόγιαννης ήταν ένας από αυτούς.
Ήταν καλόκαρδος, πνευματώδης, με πηγαία ευγένεια, ακράδαντη εμπιστοσύνη στον εαυτόν του και με εσωτερική γαλήνη. Ίχνος από στρες δεν έβρισκες πάνω του. Αυτό ήταν για τους φτωχούς και περιθωριοποιημένους που αγκομαχούσαμε καθημερινά να βγούμε από τη λάσπη. Όσο για γνώσεις, ο Κώστας τις είχε ένα σωρό, χωρίς ποτέ να καυχιέται για ό,τι γνώριζε.
Λατινικές φράσεις έβγαιναν αυθόρμητα από το στόμα του. Σαν να ήθελε να με εμπνεύσει και να ενισχύσει το ψυχικό μου σθένος, μου έλεγε να θυμάμαι το Aut viam inveniam aut faciam. Ότι, δηλαδή, ή θα εύρισκα τρόπο να φύγω για Αμερική ή θα σοφιζόμουν ένα. Τον εκτιμούσα.
Η εκτίμηση μας ήταν αμοιβαία. Με εκτιμούσε, έλεγε, για τη φιλοτιμία μου και τη φιλομάθεια μου και πίστευε πως θα γινόμουν κάποτε «ένας επιστήμονας.» Εγώ, φυσικά, μ’ όλη μου την αγωνία για το μέλλον, δεν τον καλοπίστευα. Όμως, ακούγοντας τον, έβλεπα πιο καθαρά μερικές πλευρές της ταυτότητάς μου, άρχιζα να πιστεύω στη μοναδικότητα μου και ένιωθα την ελπίδα να μένει άσβηστη μέσα μου—και το άγχος μου να μειώνεται.
Είχαμε γνωριστεί όλως τυχαία, όταν μια μέρα, ένα περίπου χρόνο πριν, με είχε δει κοντά στην κεντρική πλατεία της πόλης να εξυπηρετώ δυο Αμερικανούς τουρίστες φοιτητές από τη Βοστώνη, με σακίδια στην πλάτη, που ήθελαν να μάθουν κάτι για τη θρυλική Τρίπολη και το δρόμο προς Αρχαία Ολυμπία. Του είχε κάνει εντύπωση, μου είχε πει, πώς μπόρεσα να τους καθοδηγήσω μιλώντας στα αγγλικά.
Είχα καιρό να δω τον φίλο μου και χάρηκα. Μου είπε πως πήγαινε για το μεσημεριανό του. Εργένης ήταν και έτρωγε συνήθως έξω. Ο μισθός του απ’ τη ΔΕΗ καλοάντεχε. Με κάλεσε να του κάνω παρέα. Θα πήγαινε, είπε, σε μια λαϊκή υπόγεια ταβέρνα.
Εγώ δίσταζα, γιατί χρήματα δεν υπήρχαν. Ούτε του φροντιστή των αγγλικών τα δίδακτρα δεν μπορούσα να πληρώνω έγκαιρα. Ο ευγενέστατος κύριος Κλεόμβροτος (ο «Mr Clem», όπως εμείς οι μαθητές τον προσφωνούσαμε), μ’ ένιωθε και μ’ άφηνε να πληρώνω όποτε μπορούσα.
Ο φίλος Κώστας, επέμενε. «Έλα, φίλτατε, πάμε!»
Τον ακολούθησα.
ΚΑΤΕΒΗΚΑΜΕ ΚΑΜΜΙΑ δεκαριά πέτρινα σκαλιά, φαγωμένα από παπούτσια και αρβύλες, και τότε βρεθήκαμε στο υπόγειο της ταβέρνας, σ’ ένα τραπέζι που ο ιδιοκτήτης είχε κρατήσει για τον τακτικό θαμώνα του. Ο φίλος Κώστας, αφού παράγγειλε μοσχάρι στιφάδο, κεφαλογραβιέρα και μια «ΦΙΞ», με ρώτησε τι ήθελα να παραγγείλω εγώ. Του είπα πως θα έτρωγα στο σπίτι μου, στο χωριό. Το γέρικο ποδήλατο μου, που μου είχε αγοράσει μεταχειρισμένο ο πατέρας μου όταν άρχισα το Γυμνάσιο, με περίμενε έξω από το φροντιστήριο. Όμως, για να μη γίνω βαρετός, παράγγειλα μια μακαρονάδα.
«Πολύ μου άρεσε το τελευταίο σου αρθράκι στα ΑΡΚΑΔΙΚΑ ΝΕΑ,» μου είπε ο φίλος μου Κώστας, καθώς περιμέναμε να έρθει το φαγητό. «Συμφωνώ απόλυτα μαζί σου. Όντως, οι καλοί δάσκαλοι φτιάχνουν καλή κοινωνία.»
«Ευχαριστώ πολύ.»
«Να συνεχίζεις να γράφεις.»
«Προσπαθώ.»
Τότε ο φίλος Κώστας έριξε μια ματιά στα τραπέζια δεξιά και αριστερά, χαμογέλασε και είπε με στόμφο, σαν να απάγγειλε ποίημα: «Μες στην υπόγεια την ταβέρνα, μες σε καπνούς και σε βρισιές…»
Τι εννοούσε; Ήταν πράγματι κάποιο ποίημα ή κάτι που το πανέξυπνο, δημιουργικό μυαλό του σοφίστηκε εκείνη τη στιγμή, βλέποντας τους ταπεινούς θαμώνες, με το μόχθο ζωγραφισμένο στα κουρασμένα μάτια τους, να τρώνε, να πίνουν, να λογομαχούν και πότε-πότε να βλαστημούν; Ώρες και φορές έλεγε κάτι τέτοιο ο φίλος μου, λες δικό του, λες κάποια ρήση φιλοσόφου, που πάντα μου εξηγούσε.
Απ’ αυτόν είχα ακούσει για πρώτη φορά για υπαρξισμό. Από αυτόν για Καβαφισμό και Σαρτρ, Σοπενχάουερ και Χέγκελ. Απ’ αυτόν και για τους «Αδελφούς Καραμάζωφ.» Διάβαζε πολύ κάθε βράδυ μετά το γραφείο, έλεγε. Ο μακαρίτης πατέρας του ήταν γιατρός για δεκαετίες στη Λακωνία, και ο Κώστας πρέπει να είχε ακούσει και μάθει πολλά απ’ αυτόν.
«Ποίημα ήταν. Οι Μοιραίοι του Κώστα Βάρναλη. Θα τον έχεις ακούσει.»
«Όχι.»
Κατά τη διάρκεια του φαγητού, ο Κώστας μου έκανε ολόκληρη διάλεξη, λες και ήταν φιλόλογος καθηγητής, για το ποίημα, που το είχε αποστηθίσει σχεδόν ατόφιο. Ήξερα δυο πράγματα από λογοτεχνία αλλά για αυτόν τον ποιητή και το έργο του είχα πλήρη άγνοια. Κανείς από τους καθηγητές μου δεν είχε αναφέρει Κώστα Βάρναλη. Είχαν λόγο;
«Ναι, είχαν. Ο Βάρναλης είναι ο ποιητής της εργατιάς. Δεν τον αναγνώρισαν οι κριτικοί επειδή ήταν ο διανοούμενος της Αριστεράς…καταλαβαίνεις.»
ΠΕΡΑΣΑΝ ΜΕΡΕΣ. Ο φίλος μου δεν με είχε αφήσει να πληρώσω για τη μακαρονάδα. Μετά το φροντιστήριο ένα απόγευμα, επισκέφτηκα τη δημοτική βιβλιοθήκη της πόλης και εκεί βρήκα μια συλλογή ποιημάτων που περιείχε τους «Μοιραίους»:
«ΟΙ ΜΟΙΡΑΙΟΙ
Μες στην υπόγεια την ταβέρνα,
μες σε καπνούς και σε βρισές
(απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα)
όλ’ η παρέα πίναμ’ εψές·
εψές, σαν όλα τα βραδάκια,
να πάνε κάτου τα φαρμάκια…
Ποιός φταίει; ποιός φταίει; Κανένα στόμα
δεν το ’βρε και δεν το ’πε ακόμα.
Έτσι στη σκότεινη ταβέρνα
πίνουμε πάντα μας σκυφτοί.
Σαν τα σκουλήκια, κάθε φτέρνα
όπου μας έβρει μας πατεί.
Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα.»
Τι σύμπτωση ήταν εκείνη, σκέφτηκα. Μπορούσε να είχε βρεθεί άλλο μέρος πιο κατάλληλο απ’ τη λαϊκή ταβέρνα για να μου μιλήσει ο φίλος μου για «Μοιραίους»; Όπως μου είχε πει, στο ποίημα του ο Βάρναλης απεικόνιζε με τα πιο παραστατικά χρώματα τη δυστυχία των περιθωριοποιημένων, των απόκληρων της ζωής. Μιλούσε για ανθρώπους της φτωχολογιάς που έχουν αποδεχτεί τη μοίρα τους. Μιλούσε και για εκείνους που δεν βλέπουν πως για να αλλάξει η μοίρα τους πρέπει να αλλάξουν αυτοί οι ίδιοι.
Το ποίημα με άγγιξε βαθιά, γιατί εκείνο τον καιρό περιπλανιόμουν σαν σύννεφο μονάχος, γυρεύοντας και εγώ τη δίκη μου τύχη. Άραγε θα γινόταν για μένα το «θαύμα» να γίνω δραπέτης της λασπερής φτώχειας, απαλύνοντας έτσι όχι μόνο τη δίκη μου ζωή αλλά και τη ζωή ολόκληρης της οικογένειας μου;
Κάθε φορά που τύχαινε να περάσω απ’ έξω από την ταβέρνα, ήταν σαν ν’ άκουγα ποτήρια να τσουγκρίζονται και έντονες κουβέντες να βγαίνουν από το υπόγειο. Ο Θεός μόνο ήξερε πόσο χρειαζόμουν εναύσματα σαν αυτά του Βάρναλη να με εμπνεύσουν, ώστε να βρω τρόπο να φύγω για Αμερική και να πάρω στα χέρια μου τη δίκη μου τύχη.
ΠΕΡΑΣΑΝ ΠΟΛΛΑ χρόνια.
Εγώ, τώρα πια, όχι μόνο είχα «σοφιστεί» τρόπο να φύγω για σπουδές στην Αμερική, αλλά και «επιστήμονας» είχα γίνει (αν ο τίτλος ταιριάζει στον κλινικό ψυχολόγο). Εντωμεταξύ, η επικοινωνία με τον φίλο μου Κώστα Μαυρόγιαννη, με οικογένεια τώρα, όπως και εγώ, είχε συνεχιστεί σχεδόν αδιάκοπα, είτε με αλληλογραφία είτε τηλεφωνικά. Μερικά καλοκαίρια, η σύζυγος μου και εγώ είχαμε περάσει όμορφες ώρες μαζί τους.
Μια μέρα, ο ταχυδρόμος μας είχε φέρει ένα δεματάκι με δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση να τραγουδά τους «Μοιραίους». Στο σακάκι του δίσκου ήταν μια κάρτα με τούτα τα λόγια: «Στον ψυχαδερφό μου Νίκο Κοκκώνη και την αγαπητή και εκλεκτή σύζυγο του Πόπη, μαζί με την βαθιά εκτίμηση που τρέφω για αυτούς. Κώστας Μαυρόγιαννης, 20/6/90». Ένιωθα άφατη χαρά κάθε φορά που άκουγα το τραγούδι και θυμόμουν νοσταλγικά τον φίλο μου.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΟΥ 2012.
Η σύζυγος μου και εγώ, συνταξιούχος τώρα, μόλις είχαμε γυρίσει για διακοπές στην Τρίπολη, όταν λάβαμε ένα τηλεφώνημα, όλως μοιραίως, από ένα κοινό φίλο μας, πως ο Κώστας Μαυρόγιαννης είχε αφήσει τούτο τον κόσμο και η κηδεία του θα γινόταν εντός μισής ώρας στη Μητρόπολη, στην κεντρική πλατεία της πόλης. Έτρεξα.
Στην εκκλησία, προς το τέλος της νεκρώσιμου ακολουθίας, ακούγοντας δυο καλοντυμένες, αρχοντικές κυρίες της τοπικής αριστοκρατίας να κουτσομπολεύουν δίπλα μου πως ο μακαρίτης ήταν «τόσο κομψά ντυμένος όσο και ζωντανός,» θυμήθηκα κάτι που μου έκοψε την ανάσα και έκανε τα γόνατα μου να λυγίσουν.
Όταν ήταν να παρουσιαστώ στο Γενικό Επιτελείο στην Αθήνα για να ζητήσω αναβολή από τον Στρατό, ο μακαρίτης μου είχε δώσει το κλειδί του δωματίου του, λέγοντας: «Φίλτατε, έχει αρχίσει το κρύο. Άκουσε. Είμαι Καλαβρύτων 18, δεύτερος όροφος, πρώτη πόρτα δεξιά. Άνοιξε την ντουλάπα, πάρε όποιο κοστούμι σου πάει και όποια γραβάτα σου αρέσει, φόρεσε τα και πήγαινε έτσι στην Αθήνα. Βγάλε και μια φωτογραφία αν επιθυμείς και μου τα επιστρέφεις όποτε μπορείς. Επαναλαμβάνω, Καλαβρύτων 18».
Το πρόσωπο του είχε λάμψει από ένα χαμόγελο ικανοποίησης, σαν εκείνα που βλέπεις σε αυθεντικούς ανθρώπους που πιστεύουν στην αδερφοσύνη, που έχουν καταλάβει πως η καλοσύνη και η συμπόνια είναι σημαντικά στην ανθρώπινη κοινωνία και που χαίρονται ειλικρινά όταν μπορούν να φανούν χρήσιμοι στο συνάνθρωπο τους. Τώρα ήταν σαν να τον έβλεπα να σηκώνεται μπροστά μου, ω Θεέ μου, να μου δίνει το κλειδί του δωματίου του και να μου υπενθυμίζει: «Καλαβρύτων 18, επαναλαμβάνω…»
Καταπίνοντας τους λυγμούς μου, έκανα το σταυρό μου, του ευχήθηκα καλό Παράδεισο, συλλυπήθηκα την απαρηγόρητη σύζυγο του και βγήκα από την εκκλησία, λες από άλλο κόσμο.
ΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥΤΑ τα λόγια μου ένα ταπεινό πνευματικό μνημόσυνο σε σένα, «φίλτατε» Κώστα Μαυρόγιαννη. Με το χαμό σου χάθηκε ένα κομμάτι της προοπτικής της νιότης μου. Όμως, οι αυθεντικές συζητήσεις για τη ζωή, τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία που κάναμε μένουν αξέχαστες. Και πιο αξέχαστος εσύ ο ίδιος. Διότι εσύ με ενέπνευσες να μην πιστεύω ούτε στη μοίρα ούτε στη τύχη διότι, όπως (προφητικά) μου έλεγες, την τύχη θα την έφτιαχνα εγώ μόνος του. Εσύ, με τον απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο σου, μου δίδαξες τις αξίες της φιλίας, της καλοσύνης και της αδερφοσύνης. Αν ευτύχησα και εγώ να φανώ καλός Σαμαρείτης σε μερικούς αδύνατους συνάνθρωπους μου, το δικό σου το πρότυπο με ενέπνεε κάθε φορά. Και για όλα αυτά σου είμαι για πάντα ευγνώμων.
Memoria in aeterna, «φίλτατε».
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Συγγραφέας του βραβευμένου «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος Ακαδημίας Αθηνών)
Visit Www.MyArcadiaBooks.Com