
Γράφει ο Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ δυο ευχάριστα ταξίδια στη γη του Θερβάντες, η σύζυγος μου κι εγώ πηγαίναμε τώρα (καλοκαίρι του 1996) πάλι εκεί, για να επισκεφτούμε τη γαλικιανή πρωτεύουσα και ιερή πόλη Σαντιάγο ντε Κομποστέλα, στη βορειοδυτική γωνία της Ιβηρικής Χερσονήσου, γνωστή ως το τελικό σημείο του διάσημου «Οδοιπορικού του Αγίου Ιακώβου», που έχει ξεκινήσει τον Μεσαίωνα.
Θέλαμε να παραβρεθούμε εκεί στις 25 Ιουλίου, την εορτή του αγαπημένου μαθητή του Ιησού και να ζήσουμε τη Λειτουργία του Προσκυνητή, μια θριαμβευτική γιορτή που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση του Οδοιπορικού.
ΣΤΗ ΓΡΑΦΙΚΗ πόλη φτάσαμε λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, με κράτηση διανυκτέρευσης στο Hostal de los Reyes Catolicos, στο παλιό κέντρο του Σαντιάγο, μια από τις πιο όμορφες αστικές περιοχές του κόσμου.
Το Hostal, ένα από τα πιο εμβληματικά κτίρια της περιοχής, είχε ιδρυθεί γύρω στα 1510 από τους βασιλείς Ισαβέλλα και Φερδινάνδο, ως τόπος ανάρρωσης για τους προσκυνητές του Οδοιπορικού από πόλεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Γαλλίας.
Ήταν ένα μείγμα νοσοκομείου, κορυφαίο τότε στον κόσμο, και ξενοδοχείου, γνωστό ως «ξενώνας», με πολύγλωσσο προσωπικό ιατρών, νοσοκόμων και ιερέων και παρείχε όλες τις υπηρεσίες δωρεάν για πέντε μέρες. Έκτοτε, οι προσκυνητές δεν κοιμούνταν πια στους δρόμους της πόλης, ούτε στο δάπεδο του καθεδρικού ναού της. Έτσι, το Hostel γρήγορα απέκτησε φήμη όχι απλώς ως νοσοκομείο, αλλά και ως σύμβολο της βασιλικής καλοσύνης.
Ύστερα από ανανέωση το 1954, «το πιο παλιό πανδοχείο στον κόσμο» άρχισε να λειτουργεί ως ένα πολυτελές κρατικό ξενοδοχείο, το καλύτερο στην Ισπανία, με τις ανάγκες των προσκυνητών του Οδοιπορικού να εξυπηρετούνται σ’ άλλη τοποθεσία. Λόγω της εορτής του Αγίου, ήταν αδύνατο να βρούμε δωμάτιο πάνω από μια νύχτα στο Hostal, αν και ζητήσαμε κράτηση πέντε μήνες νωρίτερα.
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΣ κτίριο, με το εθνόσημο της Καστίλης στην περίτεχνα διακοσμημένη πέτρινη είσοδο του να υποδηλώνει την παλιά του δόξα και να αντανακλά τη δύναμη και το κύρος των Καθολικών Μοναρχών, μας εξέπληξε ευθύς ως το αντικρίσαμε.
Το κτίριο είχε κατασκευαστεί γύρω από μια κεντρική αυλή, με μια αρμονική πρόσοψη με κλασικές καμάρες, κιονοστοιχίες και διακοσμητικές λεπτομέρειες φορτισμένες με ιστορική ατμόσφαιρα που μας μετέφερε αιώνες πίσω. Μπλοκάρ, σπάνιοι πίνακες ζωγραφικής και έπιπλα αντίκες κοσμούσαν τους θολωτούς διαδρόμους, τα σαλόνια και άλλους κοινόχρηστους χώρους του. Στις τέσσερις εσωτερικές αλληλοσυνδεόμενες αυλές του, με περιποιημένους κήπους, σιγομουρμουρίζαν σιντριβάνια.
Μέχρι αργά το βράδυ, κατέφθαναν μαύρες λιμουζίνες με επισήμους από διάφορες πόλεις της χώρας. Εμείς, όμως, σκεφτόμασταν τη χαρά που θα ένιωθαν οι προσκυνητές αιώνες πριν, όταν έφταναν εδώ σε κατάσταση εξάντλησης, ύστερα από τέσσερις με έξι εβδομάδες επικίνδυνου δρόμου ατελείωτων χιλιομέτρων, με πληγές στα πόδια, άρρωστοι με πυρετό από τα μολυσμένα νερά των ποταμών που έπιναν και χωρίς ένα καλό γεύμα για εβδομάδες, και αντίκριζαν τις νοσοκόμες και τους μάγειρους να τους υποδέχονται με χαμόγελα.
Αυτά μας θύμιζε το Hostal—και αυτός ήταν ο λόγος που είχαμε επιλέξει να μείνουμε εκεί. Θέλαμε να συνδεθούμε με τους αιώνες ιστορίας που είχαν εκτυλιχθεί γύρω του.
Την επόμενη ημέρα, ύστερα από μια γαλήνια νύχτα στο δωμάτιο μας, που θα τη θυμόμαστε ως απλά μαγική, κατευθυνθήκαμε προς τον καθεδρικό ναό, που θεωρείται ο μεγαλύτερος στην Ισπανία.
Ο ΤΕΡΑΣΤΙΟΣ ναός, καρδιά της πόλης και εκπληκτικό δείγμα ρομανικής αρχιτεκτονικής του 13ου αιώνα, με δύο πανύψηλα καμπαναριά, δέσποζε στην απέραντη πλατεία.
Στην είσοδο του ναού, θαυμάσαμε την «Πύλη της Δόξας», με τρεις στρογγυλές αψίδες και μια στήλη που φέρει το άγαλμα του Αγίου Ιακωβου, κάτω από την οποία πιστεύεται ότι βρίσκεται η λειψανοθήκη με τα οστά του. Η στήλη έφερε στο κάτω μέρος της τις αυλακώσεις δακτύλων εκατομμυρίων προσκυνητών ανά τους αιώνες οι οποίοι, κατά την είσοδό τους στον ναό, έβαλαν το χέρι τους εκεί για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους στον Άγιο και να δεχτούν την ευλογία του.

Ακολουθώντας το τοπικό έθιμο, βάλαμε κι εμείς τις άκρες των δακτύλων μας και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού μας στις αυλακώσεις, προσευχήθηκαμε και μπήκαμε.
Ο ναός ήταν σχεδόν άδειος. Ανάψαμε ένα κερί και καθήσαμε. Περιμένοντας να αρχίσει η Θεία Λειτουργία, κοιτάζαμε με έκπληξη, δεξιά-αριστερά, δώθε-κείθε. Το εσωτερικό του ναού μας είχε δώσει μια λιτή πρώτη εντύπωση όταν μπαίναμε, αλλά βλέποντας τώρα τις πανύψηλες κολώνες του, το μεγαλοπρεπές τέμπλο του, την Αγία Τράπεζα που έλαμπε από χρυσό και ασήμι, το επιβλητικό όργανο (το μεγαλύτερο, το πιο περίπλοκο και το πιο ηχηρό στην Ισπανία), και τα παρεκκλήσια με αγάλματα, η πρώτη μας εντύπωση άλλαξε ριζικά. Όσο επιβλητικός ήταν ο ναός εξωτερικά, άλλο τόσο αφοπλιστικά εντυπωσιακός ήταν στο εσωτερικό του.
Πλήθη πιστών άρχισαν να γεμίζουν τους διαδρόμους και τα τρία εγκάρσια κλίτη του ναού, με τη χορωδία μοναχών να προηγείται. Και, ευθύς ως το ογκώδες όργανο άρχισε να παίζει την «Τοκάτα και Φούγκα» του Γιόχαν Μπαχ, να και οι εκατοντάδες στρατιωτικοί και άλλοι αξιωματούχοι με πλήρεις πρωινές στολές, έτοιμοι να αποτίσουν φόρο τιμής στον μεγάλο άγιο, τον κάποτε ψαρά της Γαλιλαίας, που είχε οδηγήσει τη χώρα τους σε λαμπρή νίκη υπέρ των Μαυριτανών το 844. Ο ναός έλαμπε από παλιά δόξα.
ΟΛΑ ΑΥΤΑ, όμως, δεν ήταν τίποτα μπροστά στο θέαμα που μας περίμενε και που παρόμοιο του δεν πρέπει να υπάρχει σ’ άλλο ναό του κόσμου. Το θέαμα άρχισε όταν το όργανο έπαιζε τελετουργική εκκλησιαστική μουσική και μια ομάδα από οχτώ επιστάτες της εκκλησίας, οι Tiraboleiros, ντυμένοι με κόκκινες εκκλησιαστικές ρόμπες, έκαναν την είσοδο τους.
Ο αρχηγός τους, ένας ψηλός λεβέντης άντρας, πλησίασε την Αγία Τράπεζα. Εκεί, νεαρός ιερέας άνοιξε ένα θεόρατο ασημένιο θυμιατό, το Μποταφουμέιρο, το γέμισε μ’ ένα κουβά από κάρβουνο και λιβάνι και τ’ άναψε. Ήταν το μεγαλύτερο θυμιατό στο κόσμο, με βάρος γύρω στα 60 κιλά, ύψος 1.5 μέτρα και περίπου 1 μέτρο σε διάμετρο.
Ο αρχηγός των Tiraboleiros ξεκίνησε το κούνημα του θυμιατού και οι υπόλοιποι πήραν τις θέσεις τους, με τα χέρια συστηματικά πάνω στα σχοινιά ενός περίπλοκου συστήματος τροχαλιών που κρέμονταν από τον οκταγωνικό τρούλο του ναού. Με επιδέξια, χρονομετρημένα τραβήγματα στην άκρη του σχοινιού τους, καθένα προσαρμοσμένο στο θυμιατό, οι άνδρες πέτυχαν να το κάνουν να αιωρηθεί μέχρι την οροφή του κλίτους (20 μέτρα ύψος).
Διστάζοντας εκεί για μια στιγμή, το θυμιατό βρυχήθηκε μετά κάτω, για να συγκρατηθεί από τα σχοινιά και να πετάξει ύστερα πάλι μέχρι την οροφή, από την άλλη πλευρά του ναού. Αιωρούμενο με δαιμονισμένη ταχύτητα (80 χιλιόμετρα την ώρα) σαν εκκρεμές και δημιουργώντας μια αξέχαστη αισθητηριακή εμπειρία, γέμιζε γρήγορα κάθε γωνιά του ναού με τη γλυκιά ευωδία του θυμιάματος—συμβολική πράξη κάθαρσης.
Ενώ το όργανο τώρα έπαιζε εκκωφαντικά πανηγυρική μουσική, μ’ ένα απίστευτο θριαμβευτικό κρεσέντο, απλοί άνδρες με κέλτικες στολές και γκάιντες στους ώμους έκαναν την παρουσία τους, σύμβολο ότι όλη η χώρα ήταν ενωμένη κάτω απ’ ένα ενιαίο λάβαρο, ενώ από το βάθος του ναού, λες εξ ουρανών, άρχισαν να έρχονται και οι μελωδικές, αιθέριες φωνές των γυναικών της χορωδίας, ψάλλοντας τον Ύμνο του Αγίου:
«Άγιε προστάτη της Ισπανίας,
Φίλε του Κυρίου,
Υπεράσπισε τους αγαπημένους Σου μαθητές,
Προστάτεψε το έθνος Σου…»
Δεν είχαμε ζήσει ποτέ παρόμοια πνευματική εμπειρία, και όλο το δραματικό θέαμα μας αιχμαλώτιζε και μας γέμιζε δέος. Ξαναζώ εκείνες τις στιγμές καθώς γράφω. Στιγμές ψυχικής έκστασης, προσευχής και στοχασμού. Με το καθαρό, γλυκό άρωμα του λιβανιού να μας περιβάλλει, αισθανόμασταν να μας κατακλύζει τόσο δέος και συγκίνηση που δεν θέλαμε να τελειώσει. Ζούσαμε μ’ έντονη αγαλλίαση τη μεγαλοσύνη του Παντοδύναμου.
Και, αν εμείς οι ορθόδοξοι επισκέπτες νιώθαμε τόσο δέος, πόσο πιο πολύ συγκινημένοι θα ήταν οι καθολικοί προσκυνητές της ημέρας ύστερα απ’ ένα δρόμο εκατοντάδων χιλιομέτρων; Πόσο δε μάλλον οι πιστοί του Μεσαίωνα, ύστερα από τις τρομερές δοκιμασίες που θα είχαν υποστεί, κάτω από τις αφάνταστα δύσκολες συνθήκες του οδοιπορικού τους, απλώς και μόνο να αποτίσουν φόρο τιμής στον προστάτη άγιο τους;
ΒΓΑΙΝΟΝΤΑΣ από τον ναό, μετά την απόλυση, αντικρίσαμε ατελείωτες αφίξεις άλλων προσκυνητών στην πλατεία της εκκλησίας, καθένας με σακίδιο στην πλάτη, μ’ ένα κοχύλι με ζωγραφισμένο σταυρό δεμένο στο σακίδιο τους (σύμβολο του δρόμου) και με μια ράβδο. Όλοι περίμεναν με παραδειγματική υπομονή και τάξη, παρά τον καυτερό γαλικιανό ήλιο και τη μεγάλη κούραση έκδηλη στα πρόσωπα τους, να τους επιτραπεί να μπουν στο ναό και να προσκυνήσουν, σφραγίζοντας έτσι το μεγάλο φινάλε του δρόμου που κάποτε είχαν βαδίσει και βασιλιάδες ακόμα. Άλλοι, κουβαλώντας στην πλάτη τους κρυφούς καημούς και τάματα, έτρεχαν να παραλάβουν το «Πιστοποιητικό του Οδοιπορικού.»

Περπατήσαμε λίγο προς την πλατεία Ομπραδόιρο, στην άλλη πρόσοψη του ναού. Η πλατεία ήταν ζωντανή με ντόπιους και προσκυνητές απ’ όλο τον κόσμο. Μέσα στην ανθρωποθάλασσα, βρήκαμε ένα τραπεζάκι και καθήσαμε να απολαύσουμε, όπως σχεδόν όλοι γύρω μας, ένα café con leche με κέικ-πίτα του Αγίου Ιακώβου, διακοσμημένη με σταυρό-σπαθί, θρησκευτικό σύμβολο του. Στιγμές ακριβές. Στιγμές αλησμόνητες.
ΑΡΓΑ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ φύγαμε για το ακρωτήρι Φινιστέρε, το δυτικότερο σημείο της Ισπανίας στην «Ακτή του Θανάτου,» γύρω στα 120 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά. Αυτό το άγριο, βραχώδες μέρος θεωρείται η πιο επικίνδυνη ακτογραμμή της Ισπανιας, διαβόητη για τα ναυάγια της. Εδώ οι άνεμοι συχνά πνέουν με ταχύτητα πάνω από 90 χιλιόμετρα την ώρα. Η ανεμοδαρμένη ακτή είναι γνωστή και ως «το τέλος του κόσμου», όπως το γνώριζαν οι Ρωμαίοι (Finis Terrae).
Ήταν από τότε και ιδανικό μέρος για να απολαύσει κανείς ένα μαγικό ηλιοβασίλεμα. Είμασταν τυχεροί. Άνεμοι δεν φυσούσαν τώρα. Ξαφνικά, αισθάνθηκα σαν ν’ άκουσα κάποιον να φωνάζει. Γύρισα να δω, και ήταν σαν να έβλεπα τον Ρωμαίο στρατηγό Δέκιμο Βρούτο (μακρινό εξάδελφο και συνωμότη του περιώνυμου Βρούτου), που μόλις είχε φτάσει εδώ ύστερα από την κατάκτηση της Γαλικίας (137 π.Χ..). Μιλώντας στους στρατιώτες του, έλεγε πως δεν ήθελε να επιστρέψει στη Ρώμη χωρίς να δει πρώτα πώς ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα, αποκαλώντας τον τόπο (πρώτος αυτός στην ιστορία): «Hic est fínem mundi!»
Με μια ευπρόσδεκτη αύρα να μας δροσίζει και με τα ψηλά βουνά στο βάθος χρυσωμένα από τον ήλιο που έδυε, χαρήκαμε μια αξέχαστη θέα. Ο ήλιος, που φάνταζε σαν καυτό σίδερο να βυθίζεται μέσα στην απεραντοσύνη του ατέρμονα Ατλαντικού, χωρίς κανένα ίχνος στεριάς στον ορίζοντα, μας έκοψε την ανάσα και μας άφησε χωρίς λόγια.
Δρ Νίκος Δ. Κοκκώνης
Συγγραφέας του βραβευμένου «Ελλάδα Μου, Πατρίδα Μου» (Έπαινος
Ακαδημίας Αθηνών)
Www.MyArcadiaBooks.Com